Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΗ ΔΙΝΗ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ

Η σημερινή εποχή έχει κάτι από τη νύχτα, και μάλιστα την πιο βαθιά. Αυτήν που νιώθεις το σκοτάδι να διεισδύει και να εμποτίζει κάθε κύτταρο του σώματός σου. Κι ύστερα να μένει εκεί, το νοητό αυτό σκότος, δημιουργώντας απραξία, απόγνωση, θάνατο.

Πόλεμοι: αίτια, αφορμές, προβλέψεις, αναλύσεις, φήμες, σενάρια, απειλές. Ύστερα η ζοφερή πραγματικότητα. Πείνα, προσφυγιά, εξαθλίωση, αίμα, Θεέ μου, πόσο αίμα μπορεί να σηκώσει τούτη η γη; Και τρόμος, βουβός κι αβυσσαλέος, να σφίγγει σαν τανάλια την καρδιά. Σπαραγμός κρατών, εθνών, λαών, θρησκειών, ιδεολογιών, ομάδων ανθρώπων.

Και πάνω απ΄ όλα τα συμφέροντα, γεωπολιτικά και οικονομικά. Σφαίρες επιρροής, ζώνες διέλευσης αγωγών πετρελαίου, ζωτικοί χώροι, διάδρομοι επικοινωνίας. Και η πολιτική, με υπολογισμό δυνάμεων, τακτικές κινήσεις, συνδυασμένους ελιγμούς, προωθήσεις στρατού, κατάληψη στρατηγικών σημείων, αποδυνάμωση του αντιπάλου, επίτευξη στόχων...

Κι από την άλλη μεριά, ο άνθρωπος, αυτός που όλοι επικαλούνται, στη γωνία. Πληγωμένος, μόνος, καταδιωγμένος – στο σώμα μα και στην ψυχή – σε έναν κόσμο, που όλο και λιγότερο νιώθει ότι του ανήκει. Ο άνθρωπος που προσπαθεί, με βουβή κραυγή , να φωνάξει, ότι δεν είναι – δεν πρέπει να είναι- ένα πιόνι, ούτε η γη μια τεράστια σκακιέρα. Είναι ψυχή. Έχει αγωνίες, πόθους, όνειρα, οράματα, αγάπη. Και πάνω απ΄ όλα μία θέληση, να ζήσει.

Ο άνθρωπος που πασχίζει, μέσα στη δίνη των καιρών, να θυμηθεί όλα όσα έχει κατακτήσει. Τον πολιτισμό του, τα γράμματα, τις τέχνες,. Την ανθρωπιά. Την κοινωνία που έφτιαξε μέσα από αγώνες κι από αίμα. Και να σηκώσει το κεφάλι ψηλά και να φωνάξει: Είμαι άνθρωπος....Είμαστε άνθρωποι...

(Kώστας Μπούζας, 2015)

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

ΔΙΗΓΗΣΗ ΦΩΤΟΣ

Είμαι το φως. Τις ικανότητές μου κάποτε εκτίμησαν και αποστάσεις να μετρήσω μου ανέθεσαν του Σύμπαντος. 
Εύκολη αποστολή, στ’ αλήθεια, θα σκεφτείτε, αφού σαν την ταχύτητά μου άλλη δεν υπάρχει.

Ορίστε. Μονάχα οχτώ λεπτά και να, στην γη σας απ’ τον ήλιο βρέθηκα. Μα και στις άκρες του ηλιακού συστήματος δεν άργησα να φτάσω. Να, για παράδειγμα, δυόμιση ώρες μοναχά και ήμουν στον πλανήτη Ουρανό. Και ύστερα ο Ποσειδών. Μετά απ΄ αυτόν κι ο Πλούτων. Και έπειτα τα όρια δρασκέλισα…

Μαύρο, απέραντο βελούδο και ταξιδιώτης μοναχικός εγώ, ύστερα από πολύ καιρό, το ομολογώ, έφτασα σε αγαπημένους φίλους, τα αστέρια, που ίσαμε τώρα, από μακριά τους χαιρετούσα.

Και πρώτα πρώτα, στον εγγύτατο Κενταύρου. Και στον Βέγα, σε εικοσιέξη χρόνια. Στον Πολυδεύκη, σε τριανταέξη. Στον Αλτεμπαράν, σε εξηνταοκτώ. Στον Βασιλίσκο, σε ογδοντατέσσερα. Στον Μπετελγκέζ, σε πεντακόσια είκοσι. 
Στον Πολικό Αστέρα σ’ εφτακόσια.

Τίποτε πια δεν με κρατούσε και ξεχυνόμουνα στου Σύμπαντος τις τρομερές αβύσσους. Και έσφυζα από ορμή νεανική, που σε τίποτε δεν είχε μειωθεί.

Εκατοντάδες πέρναγαν τα χρόνια. Και χιλιάδες. Ποτέ μου δεν φαντάστηκα αυτές τις αποστάσεις. Και δεν θα το πιστέψετε, στου Γαλαξία για να φτάσω από την μια την άκρη ως την άλλη, χρόνια περάσαν εκατό χιλιάδες.

Και τώρα που κατάφερα το τέλος του ν’ αγγίξω, μπορούσα να κινήσω για πιο πέρα. Εδώ κοντά, μου είπανε, σ’ αυτή την γειτονιά, ο Γαλαξίας έχει οικογένεια, στενά δεμένη. Κι όνομα έχει εύκολο. Σμήνος, η τοπική ομάδα.

Πάει καιρός που η υποψία αυτή με τριγυρνούσε, μα τώρα είμαι βέβαιος. Η κλίμακα αλλάζει. Κι αυτό το έργο που τότε μου ανέθεσαν, μα το Θεό, αρχίζω ν΄ αμφιβάλλω, αν σ’ αίσιο πέρας πρόκειται να φέρω.

Το λέω αυτό, γιατί εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια βλέπω να περνάνε και συγγενή του αγαπητού μας Γαλαξία δεν έχω συναντήσει. Κι είμαι, τι ειρωνεία, μοναχά στην γειτονιά. Παρ’ όλα αυτά, τις μαύρες σκέψεις πνίγω και την άβυσσο ατενίζοντας, κάνω το μόνο που μπορώ. Και προχωρώ….

Δύο εκατομμύρια και διακόσιες χιλιάδες χρόνια, ως την Ανδρομέδα. Και για να την διασχίσω, άλλες χιλιάδες εκατόν πενήντα. Και ήταν μόνο ένας απ΄ τους συγγενείς. Θα πήγαινα σε όλους. Στο νέφος το μικρό του Μαγγελάνου και στο μεγάλο και στους άλλους…

Σαν τέλειωσα, μετά από καιρό, είχα αρχίσει να πτοούμαι, το ομολογώ. Δεν με ικανοποιούσε πια το γεγονός, ότι το σμήνος είχα εξαντλήσει. Πέντε εκατομμύρια χρόνια ξόδεψα γι’ αυτό.

Και είχα δίκιο. Μου είπανε πως τώρα που τελείωσα την γειτονιά ετούτη την μικρή, μια πιο μεγάλη έπρεπε κι αυτή να μετρηθεί. Την ονομάζουν υπερσμήνος τοπικό γαλαξιών. Θάρρος μου έδωσαν. Εν πάση περιπτώσει, είπαν, τοπικό.

Πάσα αλήθεια δεν συνάντησα σε τούτο το ταξίδι. Αστέρια. Νάνους λευκούς. Γίγαντες ερυθρούς. Υπερκαινοφανείς. Και νέφη πολύχρωμα κι εκρήξεις. Και μαύρες τρύπες που τους κόσμους καταπίνουν. Τι φρίκη, ακόμη και το φως. Και τρόμαξα. Πρώτη φορά στη ζωή μου είχα φοβηθεί. Μα όλα τα ξεπέρασα. Και στου υπερσμήνους μας, του τοπικού, τις εσχατιές σαν έφτασα πόσο καιρό, λογάριασα, χρειάστηκα για να το διανύσω. Τα χρόνια, εκατό εκατομμύρια.

Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα. Τώρα τ’ ομολογώ, γνωρίζω πως δεν έπρεπε ποτέ μου να δεχτώ να ξεκινήσω. Αυτή η αποστολή απαιτούσε μια ολόκληρη ζωή. Μα απ΄ την άλλη, μια πού χα φτάσει ως εδώ, δεν το βαστούσε η καρδιά μου να εγκαταλείψω. Ίσως και νάταν, ποιος το ξέρει, ο άθλος που μου ανήκε, ο προσωπικός.

Και τότε δυναμωμένος απ΄ την δεύτερη απόφαση, σαν έτοιμος από καιρό, τις γειτονιές ξεπέρασα και για τις μακρινές τις αποστάσεις κίνησα. Ήθελα να ανακαλύψω νέους κόσμους. Σαν εξερευνητής των σύγχρονων καιρών. Δεν μ’ ενδιέφεραν τα βάσανα κι οι κόποι…

Δεκαπέντε δισεκατομμύρια τα χρόνια, απ’ τη στιγμή που έχω ξεκινήσει και πάλι αμφιβάλλω, αν στου Σύμπαντος τα όρια κοντεύω. Μου είπαν, βλέπετε, πάνω από δισεκατομμύρια εκατό οι γαλαξίες του πως είναι. Κανείς δεν ξέρει ακριβώς. Κι όχι μονάχα αυτό. Κανείς δεν είναι σίγουρος αν άραγε, στ’ αλήθεια, όρια υπάρχουν. Κι ούτε κανείς μπορεί να είναι βέβαιος, πως το Σύμπαν τούτο είναι το μοναδικό.

Για την απεραντοσύνη του εύχομαι, ταξιδευτής εγώ, σε κόσμο μέγα και λαμπρό. Ευλογημένη η στιγμή που κίνησα. Και η πορεία. Κι ο θάνατός μου, αν υπάρχει, κι αυτός ευλογημένος. Ανάδυση, το δίχως άλλο, θάναι σ’ άλλον ουρανό.

Είμαι το φως. Στο απώτερό μου παρελθόν, του Σύμπαντος τις αποστάσεις μου αναθέσαν να μετρήσω. Όταν ξεκίνησα δεν ήμουν παρά ένας αφελής. Σαν πάλεψα να προχωρήσω, ο αγωνιστής. Κι όταν του ταξιδιού με συνεπήρε η μαγεία ο εξερευνητής. Τώρα πια είμαι ο ταπεινός προσκυνητής, απ’ τη στιγμή που μπόρεσα, την έννοια του άπειρου κι αιώνιου ν’ αγγίξω…

(Κώστας Μπούζας, 2008)

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

ΔΕΛΦΙΚΟΣ ΧΡΗΣΜΟΣ

Ξανθό λουλούδι,
λικνίζεσαι στη λύρα του Ορφέα
και καρτεράς κάποιες πομπές του Διονύσου,
για να στολίσεις τα μαλλιά του Σάτυρου
που θα σε δρέψει πρώτος.

Πες μου.
Ξέρεις πως λέγεται η αναζήτηση,
όταν δεν ξέρεις τι γυρεύεις;
Δεν έχει όνομα.
Ξέρεις πως λέγεται αυτό που ψάχνεις,
όταν δεν ξέρεις πως θα φτάσεις ως εκεί;
Δεν έχει όνομα.

Ξανθό λουλούδι
με της αυγής το ουράνιο τόξο τυλιγμένο,
μη συντονίζεσαι μ’ ανάσες που γλιστρούν στο χώμα,
γιατί θα ΄ρθει καιρός που η γύρη θα ΄ναι η ευλογία
κι εσύ ναός της ομορφιάς,
η μήτρα της αρχέγονης ζωής,
μικρός Θεός ενός ακόμα νέου κόσμου.

(Κ. Μπούζας: Κοντά στις Μούσες, 1997)


Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Κοντά στις Μούσες

Κι όταν η Θεογέννητη Κλειώ
τον πάπυρο ξεδίπλωσε για να εξιστορήσει,
οι Μούσες οι υπόλοιπες τα δυνατά τους βάλαν.

Τότε τριγύρω μέθυσε της Ευτέρπης ο γλυκόλαλος αυλός,
της Τερψιχόρης τα κρινένια δάχτυλα ασπάστηκαν τη λύρα
και το κορμί της Ερατώς κυρίεψε φλόγα γλυκιά,
το διέτρεξε αρχέγονος παλμός
και με πανάρχαια γλώσσα,- γλώσσα χορού-, διηγήθηκε.....

Κλονίστηκε τότε ο Όλυμπος ο χιονοσκέπαστος
μπροστά στο άκουσμα το ανείπωτο
κι ο Ίμερος για μια στιγμή γνήσια νόμισε την ομορφιά του.
Τότε.....
η Θάλεια που από πάντα κωμωδεί εγέλασε
κι η Μελπομένη γνωρίζοντας πως όλα πάνε πάντα δυο,
έφτιαξε τραγωδία.
Κι έπειτα.....
Κι έπειτα η Μούσα η Πολύμνια διηγήθηκε.....

Να ήταν όνειρο;.....Κατάπληξη.....
Ο Ελικών στον ουρανό υψώθηκε
και φάνηκε ο Πήγασος που αλύπητα τον χτύπαγε
με τ’ ακροπέταλά του.
Κι η Ιπποκρήνη,
του Ποσειδώνα του αφέντη της την εντολή γνωρίζοντας,
σημαδιακά ανάβλυσε.

Και τότε.....αχ τότε.....
η Ουρανία κι η Καλλιόπη οι Θεόπνευστες
ποίηση φτιάξαν.....

Αυτά διηγήθηκε μια μέρα ο Ησίοδος
κι όρκο βαρύ ορκιζόταν πως η Κλειώ γραμμένα τα ΄δωσε,
μαζί με μία δάφνη
και με το χρίσμα το Θεϊκό του ποιητή.....

(Κ. Μπούζας: Κοντά στις Μούσες, 1997)

Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Απουσία

Μίλα μου.
Ξέρω πως βρίσκεσαι εδώ.
Σαν μία φευγαλέα σκιά
πίσω απ΄ το βλέμμα μου.
Σαν στιγμιαίο χάδι στην ψυχή μου.
Αύρα στο πρόσωπό μου δροσερή.
Σαν μια ψιθυριστή φωνή,
περίπου ανεπαίσθητη,
στο νου μου που γεννιέται.

Μίλα μου
με όποιον τρόπο θες εσύ.
Έτσι κι αλλιώς θα σε αναγνωρίσω.
Διψάω για τα λόγια σου
και δύναμη αστείρευτη αντλώ
από την ύπαρξή σου.
Έχω βρεθεί σε δύσκολη στιγμή.
Τα όνειρα που βγήκαν όλα πλάνες.
Η πάλη η σκληρή και ο αγώνας.
Η μοναξιά, ο πόνος και το δάκρυ.

Μίλα μου.
Γιατί το βάρος τούτο πρέπει να σηκώσω.
Στις επιθέσεις όλες να αντέξω.
Τον δρόμο ως το τέλος να διανύσω.
Το όνειρο και τη χαρά μου
όσο μπορέσω να τα υπερασπιστώ.

Μίλα μου
σαν τότε που ήσουνα εδώ
με τις δικές σου λέξεις:
Έγνοια, συμπόνια, αφοσίωση
στοργή, αγάπη, ΜΑΝΑ...

Κώστας Μπούζας, 2015

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Και ονόματα δώσαμε Ελληνικά

Υπήρξαμε, το δίχως άλλο, ονοματοθέτες. Περιηγηθήκαμε, παρατηρήσαμε, κατανοήσαμε και θέσαμε ονόματα ορόσημα. Για να μείνουν στο διηνεκές και να διαιωνίζουν...

Ως Κελτοί, απεσταλμένοι δηλαδή, φτάσαμε στη χώρα του σκότους και την ονομάσαμε Σκωτία. Πόσο θα χαίρεται η Σκοτία Αφροδίτη. Λίγο πιο κάτω συναντήσαμε την χώρα με τις αγκυλώδεις, απότομες ακτές και την είπαμε Αγκυλία. Είναι αυτή που όλοι λέτε σήμερα Αγγλία. Και περάσαμε απέναντι, στην μεγάλη χερσόνησο της Βόρειας Θάλασσας. Αν την γνωρίζετε όλοι σήμερα σαν Σκανδιναβία, οφείλεται στην πατρίδα. Την πόλη Σκάνδια, στα Κύθηρα.

Πιο νότια την χερσόνησο την είπαμε Δανία, από τους Δαναούς. Κι ονοματίσαμε το Βερολίνο για να θυμίζει την Βερόη και την Μόσχα τους Μοσχήνες. Στην χώρα της Κεντρικής Ευρώπης, αυτή που σήμερα είναι γνωστή σαν Αυστρία, δώσαμε το όνομα της Ίστριας, συζύγου αγαπητής του Ίστρου, που δεν είναι άλλος από τον Δούναβη. Η Ρώμη παραπέμπει σε ισχύ. Η Γαλλία στον Γαλάτη, τον γιο του Ηρακλή. Η Ιταλία στον Ιταλό, τον γιο του Τηλεγόνου. Κι εκεί, στην άκρη της Ευρώπης, φτάσαμε ες Πάνα, στην χώρα του Πάνα δηλαδή, στην Ισπανία.

Δεν σταματήσαμε όμως εκεί. Περάσαμε απέναντι, στην Αφρική και την περιοχή ονομάσαμε Λιβύη, από του Βήλου την μητέρα. Και σαν σταθήκαμε υπτίως του Αιγαίου, ορίσαμε τον τόπο αυτό σαν Αίγυπτο. Κι ο Αίγυπτος, ο γιος του Βήλου κι αδερφός του Δαναού, ήταν το δίχως άλλο τρισευτυχισμένος.

Προχωρώντας προς τα νότια, συναντήσαμε ανθρώπους Αιθίοπες, δηλαδή μαύρους κι από τότε θυμόμαστε τον τόπο αυτό ως Αιθιοπία. Και φτάσαμε μέχρι εκεί που οι Πυγμαίοι κατοικούν. Εμείς τους πρωτοείπαμε έτσι από τον Πυγμαλίωνα ή όπως αλλιώς τον λεν Πυγμαίωνα.

Και τότε αποφασίσαμε στην Ήπειρο την άλλη να περάσουμε, που μέχρι σήμερα Ασία αποκαλείται, από το όνομα της συζύγου του Ιαπετού. Και στον δρόμο συναντήσαμε χίλιους ιππείς να καλπάζουν με άραβο, δηλαδή κρότο δυνατό. Και τους φωνάξαμε Άραβες. Και φτάσαμε στον τόπο, που του Παλαιστίνου, του γιου του Ποσειδώνα, το όνομα χαρίσαμε. Και στα Ιερά των Σολύμων, ή Ιεροσόλυμα, ή Ιερουσαλήμ. Και στην Αρμενία, που μέχρι σήμερα τον Αργοναύτη Άρμενο θυμίζει. Και στην Περσία, που παραπέμπει στον Πέρση, τον γιο του Περσέα. Σταθήκαμε για λίγο στην Παγχαία, στο Μπαχρέϊν δηλαδή, κι έπειτα στην μεγάλη νότια χερσόνησο περάσαμε. Την ονομάσαμε Ινδία, διότι εκεί κατοικεί ο γιος, ή αλλιώς ο Ίνις του Διός.

Μέχρι τα ανατολικά τα άκρα της Ηπείρου φτάσαμε. Και στο Θιβέτ που δίνει θάμβος σαν την Θήβα. Και στην Κινέζικη επαρχία την Γιουνάν, δηλαδή την Ιωνία. Και στο νησί την Χαϊνάν, δηλαδή την Χαονία. Και στο μεγάλο νησί της Άπω Ανατολής το όνομα Κιότο στήσαμε, σαν ανατολικό ορόσημο, σε ανάμνηση της πατρώας πόλης Κιάτο.

Ούτε και η μεγάλη θάλασσα να μας κρατήσει δεν μπορούσε. Κι αφού της δώσαμε το όνομα Ατλαντικός, κατά απαίτηση του Άτλαντα, περάσαμε στην Εσπερία. Ονόματα όπως Εφύρα, Θέτις, Αρμονία, Φιλαδέλφεια, Ολυμπία, Ιππόλυτος, Αμαζόνιος, μιλούν από μόνα τους. Και ο κάθε Ινδιάνος, ως Ίνις του Διός κι αυτός, φέρει περήφανα το όνομά του.

Υπήρξαμε, το δίχως άλλο, ονοματοθέτες. Και δεν ζητήσαμε ανταμοιβή γι’ αυτό. Και ούτε πήραμε. Χαρίσαμε και έχουμε απόθεμα και παρακαταθήκη και για το μέλλον. Τους κώδικές μας που ονομάζουμε Μυθολογία, την Ιστορία και πάνω απ’ όλα την γλώσσα μας. Περιουσία ανεκτίμητη, ειδικά στην εποχή μας των άχρωμων εικόνων και των άδειων λέξεων.

(Κ. Μπούζας: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ,2008)

Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

Ένα παιδί γεννήθηκε απόψε

(Στον χρόνο που ήρθε)


Απόψε έγινε ένα θαύμα. Το μεγαλύτερο ίσως θαύμα αυτού εδώ του κόσμου κι ας μην το συνειδητοποιούμε απόλυτα. Είναι η συνεχής επανάληψη που δημιουργεί συνήθεια και αποτρέπει απ’ το ν’ αναζητήσεις την μαγεία των πραγμάτων. Κι όμως... Ήταν η πιο βαθιά στιγμή της νύχτας, λιγάκι πριν το χάραμα. Η ώρα εκείνη που όλα βουβαίνονται, λες και το νοιώθουν πως επίκειται της φύσης η ιερή στιγμή. Η νύχτα σε λίγο θα δίπλωνε νωχελικά τα πέπλα της και όλα λαχταρούσαν τον ερχομό του ήλιου, του αφέντη. Και τότε συνέβη... Ήρθε στον κόσμο ένα παιδί...

Κι ήρθε να σπάσει η σιωπή από το κλάμα. Σάστισαν τα πουλιά επάνω στα κλαδιά και φτερούγισαν κι όλα τα πλάσματα της νύχτας για λίγο κοντοστάθηκαν, ν’ αφουγκραστούν την ένταση, μυρίζοντας τριγύρω τον αέρα. Τι θα μπορούσε να ‘ναι αυτό που δεν λογάριαζε της ώρας την σιγή και αψηφούσε της φύσης ολάκερης την ιερή στιγμή. Τι άλλο από μια ιερότερη στιγμή... Γεννήθηκε απόψε ένα παιδί...

Και την ώρα εκείνη πήρε να διαλύεται το μισοσκόταδο του δωματίου. Την θέση του κατέλαβε ένα κατάλευκο, γλυκύτατο φως. Ένα μυστήριο φως, τόσο λαμπρό, που όμως δεν πλήγωνε τα μάτια. Και μέσα απ’ αυτό φάνηκαν να αναδύονται τρεις πανώριες κόρες. Τόσο όμορφες, που δεν μπορούσες καν να τις κοιτάξεις κατά πρόσωπο. Σαν προσπαθούσες, σ’ έλειωνε η συγκίνηση, τα μάτια σου γέμιζαν δάκρυα και έπεφταν στην γη.

Τότε η μεσαία απ’ τις τρεις τον λόγο πήρε: το φως αυτό που είδες είναι το καθαρό φως των Χαρίτων και μεις οι Χάριτες, οι κελαδηννές, όπως μας αποκαλεί ο Πίνδαρος, ο τόσο προσφιλής μας. Αγλαΐα, Ευφροσύνη και Θάλεια τα ονόματά μας. Είμαστε εδώ για να προσφέρουμε τα δώρα μας στο νεογέννητο. Χαρά, ωραιότητα, ευμένεια, ευχαριστία. Και να γνωρίζετε ένα πράγμα. Δίνει μεγάλη σημασία σε κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο ο Θεός. Κι οι τρεις οι κόρες, οι αιθέριες, άρχισαν να αστράφτουν και να λάμπουν όλο και πιο πολύ, ώσπου στο τέλος γίναν φως.  

Σαν αυτό υποχώρησε, μετά από λίγο, τρεις άλλες κόρες την θέση τους είχαν πάρει. Ντυμένες στα κατάλευκα, ευθυτενείς και σοβαρές. Μέσα στα μάτια τους γινόταν αμέσως αντιληπτή μια αίσθηση ευθύνης.

Τότε η μεσαία απ’ τις τρεις, στο ανάστημα η πιο μικρή, που όμως φαινόταν να ‘ναι η ισχυρότερη απ’ όλες, πήρε τον λόγο: είμαστε οι Μοίρες οι λευκοφορούσες, όπως αρέσκεται να μας αποκαλεί και ο Ορφεύς, ο τόσο προσφιλής μας. Είμαι η Άτροπος, η αναπότρεπτη κι οι αδερφές μου, η Λάχεσις, η απονέμουσα και η Κλωθώ. Είμαστε όλες κλώστριες και κλώθουμε τις μέρες της ζωής σας.
Στάθηκαν τότε όλες γύρω απ’ την κούνια. Κι η πρώτη άπλωσε τα χέρια πάνω απ’ το βρέφος και είπε: τον κόσμο όλο θ’ αγκαλιάσει μέσα του. Κι η δεύτερη το ακούμπησε στο στήθος με την παλάμη και συνέχισε: την καλοσύνη της ψυχής του θα σκορπίσει γύρω του. Κι η Τρίτη, αφού το φίλησε απαλά στο μέτωπο, τον λόγο ολοκλήρωσε: το όραμα θα τον φλογίζει κάθε του στιγμή και θα τον προστατεύει η αγάπη.

Αμέσως ύστερα, οι κόρες οι περήφανες άρχισαν ν’ αστραποβολούν όλο και περισσότερο, ώσπου στο τέλος γίναν φως. Και λίγο πριν χαθούν, δύο τελευταία λόγια η Άτροπος απόσωσε: και μην ξεχνάτε ένα πράγμα. Δίνει μεγάλη σημασία σε κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο ο Θεός.

Η νύχτα πάνε ώρες πούχε φύγει, μαζί με τα μυστήριά της. Η μέρα είχε προχωρήσει κι ένας χαρούμενος ήλιος έλαμπε στον ουρανό. Όλο το σπίτι λουζόταν από φως και μόνο στο δωμάτιο το παιδικό τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά, μιας και το μωρό είχε κατορθώσει επιτέλους να κοιμηθεί. Και μέσα στην ησυχία που όλοι ευλαβικά τηρούσαν, ακουγόταν καθαρά απ’ το ραδιόφωνο στην κουζίνα το ρεφραίν ενός παλιού αγαπημένου τραγουδιού: γεννήθηκε απόψε ένα παιδί, ελπίζει ακόμη στους ανθρώπους ο Θεός.

(Κ. Μπούζας: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ,2008)