Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Στα ίχνη του Θεού

Αποτελεί το κέντρο της θρησκείας. Είναι το υπέρτατο όν. Το άναρχο και αιώνιο Πνεύμα, που δημιούργησε και κυβερνά τον κόσμο. Οι Βοιωτοί, οι Κρήτες και οι Κύπριοι τον είπαν Θιό, οι Λακεδαίμονες Σιό, ενώ από τους Δωριείς απεκαλείτο Θεύς. Είναι ο Θεός, όνομα που προέρχεται, κατά τον Ηρόδοτο, από το θέτω, επειδή τα πάντα θέτει σε τάξη. Από την άλλη μεριά ο Πλάτων υποστηρίζει, ότι αυτό προέρχεται από το ρήμα θέω, που σημαίνει τρέχω, επειδή τα ουράνια σώματα και τα καιρικά φαινόμενα κινούνται πάντα με ταχύτητα.

Η αναζήτησή Του, υπήρξε, το δίχως άλλο, το κεντρικό νόημα της ανθρώπινης ζωής, απ’ τα αρχαία χρόνια. Άγιος ο Θεός, ο πατέρας των όλων, αναφωνεί ο Ερμής ο Τρισμέγιστος, προσευχόμενος. Είναι ο δημιουργός, επόπτης, προνοητής, παντεπόπτης και χορηγός των πάντων, διακηρύσσουν οι Ορφικοί. Είναι το άπειρο κατά τον Αναξίμανδρο, δηλαδή η αθάνατη, ανώλεθρη και πρωταρχική αρχή. Το εν, ολόκληρος ο κόσμος, κατά τον Ξενοφάνη. Ο νους κατά τον Αναξαγόρα, που Τον θεωρούσε ως τον δημιουργό του κόσμου και την κοσμοταξική αρχή. Το απρόσιτο και ανεξερεύνητο κατά τον Ευριπίδη. Το είναι κατά τον Παρμενίδη. Το πρώτο κινούν, δηλαδή η πρώτη ενεργητική κινητική αρχή, που ταυτόχρονα είναι το κινούν ακίνητο, κατά τον Αριστοτέλη. Ο Ηράκλειτος, τέλος, Τον θεωρεί ως τον λόγο, που υποδηλώνει τον ενιαίο κοσμικό νόμο. Ο ίδιος, σ’ ένα απ’ τα περίφημα αποσπάσματά του, ψηλαφεί τις έννοιες: Τι εστί Θεός; Άνθρωπος αθάνατος. Τι δε άνθρωπος; Θεός θνητός.

Η κρίσιμη όμως και καθοριστική καμπή στην αγωνιώδη αυτή αναζήτηση, υπήρξε η έλευση του Θεανθρώπου. Διότι τόσο πολύ αγάπησε τους ανθρώπους ο Θεός, ώστε έστειλε τον Υιό Αυτού, τον μονογενή, να σταυρωθεί για την σωτηρία τους. Και ο απόστολος Ιωάννης, στο Ευαγγέλιό του, διαλαλεί ότι ο Θεός είναι αγάπη. Και έρχεται κι ο απόστολος Παύλος και γράφει στους Κορινθίους, στην πρώτη επιστολή του: “...Η αγάπη δεν φθονεί, η αγάπη δεν ξιπάζεται και δεν φέρεται με αλαζονεία και αυθάδεια. Δεν φουσκώνει από φαντασία και υπερηφάνεια. Δεν πράττει τίποτε το άσχημο, δεν ζητά τα δικά της συμφέροντα, δεν ερεθίζεται από θυμό και οργή, δεν σκέφτεται ποτέ κακό κατά του πλησίον, ούτε λογαριάζει το κακό που έπαθε από αυτόν. Δεν χαίρεται, όταν βλέπει να γίνεται κάτι άδικο, χαίρεται δε όταν βλέπει την αλήθεια να επικρατεί. Σκεπάζει όλες τις ελλείψεις του πλησίον και δεν τον διαπομπεύει γι’ αυτές. Σχηματίζει ευμενή πεποίθηση υπέρ του αγαπημένου σε όλα. Και όταν ευρίσκεται ενώπιον παρεκτροπών του πλησίον ελπίζει, ότι από όλες αυτές θα διορθωθεί τούτος. Σε όλα δείχνει υπομονή για το πλησίον. Η αγάπη δεν ξεπέφτει ποτέ, αλλά μένει πάντοτε σταθερή και ισχυρή, ακόμη και μετά τον θάνατό μας...”


(K. Mπούζας: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ, 2008)