Πλησίαζε σούρουπο. Ο γέροντας, αποκαμωμένος απ’ όλους αυτούς που είχε δεχθεί, ετοιμαζόταν ν’ αποσυρθεί στο καλύβι του. Στο μεταξύ, έριχνε μερικές τελευταίες ματιές πέρα στο πέλαγος. Τον ξεκούραζε αυτό, να αγναντεύει μακριά, τον ορίζοντα. Αυτό είναι ο άνθρωπος, σκέφτηκε. Ένας ορίζοντας που σμίγουν η γη κι ο ουρανός. Από τη μια μεριά, το χώμα, ο πηλός. Από την άλλη, πάλι, η ψυχή, η μέσα ασίγαστη φωτιά. Μια μεθόριος, όπου παλεύει αδιάκοπα, ως άνω θρώσκων, να μετουσιώσει την ύλη σε πνεύμα, όπου ψάχνει μες στο ορατό, να ανιχνεύσει το αόρατο.
Έτσι καθώς είχε βυθιστεί στον ρεμβασμό του, άργησε να αντιληφθεί τον νεαρό άντρα, που στεκόταν όρθιος μπροστά του. Πόση άραγε ώρα, αναρωτήθηκε. Εκείνο που του έκανε εντύπωση, με την πρώτη ματιά, ήταν το βλέμμα του. Πόσα και πόσα δεν αντίκρισε μέσα εκεί. Φόβο και αγωνία. Και αναστάτωση κι απόγνωση. Και θλίψη και πόνο. Πάνω απ’ όλα, όμως, μια τεράστια απελπισία και μια αβυσσαλέα ερημιά.
Όπως το περίμενε, οι ερωτήσεις έπεσαν βροχή από τον τελευταίο αυτόν επισκέπτη. Έβαλε κι ο ίδιος κατά μέρος την κούρασή του. Είχε μπροστά του έναν άνθρωπο, που τον καλούσε σε βοήθεια. Έπρεπε να τον στηρίξει, να του δώσει κουράγιο. Μα πάνω απ’ όλα, ήταν επείγουσα ανάγκη να του εμπνεύσει όραμα. Να του υποδείξει στόχους. Να του προσφέρει προορισμό. Τι φοβερή που είναι, σκέφτηκε, ετούτη της ψυχής η σκοτεινιά. Του μίλησε ώρα πολλή:
- Το κενό; Τίποτε άλλο από την έλλειψη σκοπού.
- Ο φόβος; Αυτό το ίδιο το κενό που δημιουργείται, εκεί που εν υπάρχει τίποτε να πάρει τη θέση του. Και μην παραξενευτείς, κατά μία έννοια, το αντίθετο της αγάπης.
- Ναι, η αγάπη δεν είναι, απλά, ένα συναίσθημα. Είναι μορφή συνείδησης, στάση ζωής.
- Πότε, ας πούμε, για τελευταία σου φορά συγκινήθηκες, ενθουσιάστηκες, συγκλονίστηκες με κάτι; Πότε, με άλλα λόγια, έθρεψες την ψυχή σου; Πότε κυνήγησες τη δική σου πραγματικότητα;
- Ναι, έτσι ενδυναμώνεται ο μέσα άνθρωπος. Μ’ αυτό που μιλάει στην καρδιά του. Και με ακόμη κάτι. Με το να στραφεί στον εαυτό του. Να τον αναζητήσει. Να συγκεντρώσει, έτσι, σε μια ενότητα τα σκορπισμένα του κομμάτια: συναίσθημα και νόηση, ψυχή και νου.
- Και ο σκοπός, εκείνος ο ύψιστος προορισμός; Μα τι άλλο από την αναζήτηση του ίδιου του Θεού; Και για ν’ αρχίσεις, πρέπει πρώτα τον άνθρωπο δίπλα σου να συναντήσεις.
- Τον άλλο, λοιπόν, σαν θέλεις να κερδίσεις, πρέπει να προκαταβάλεις το αντίτιμο: Την προσοχή σου, το ενδιαφέρον σου, την ευσπλαχνία σου. Για να το κάνεις όμως αυτό, πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να αντιληφθείς την παρουσία του. Και εννοώ, να τον νοιώσεις σαν σύντροφο στην κοινή πορεία, και όχι σαν συμπλήρωμα δικό σου. Πάνω απ’ όλα, διώξε τον εγωισμό. Παραιτήσου από την ανάγκη – και την αγωνία – της αυτοεπιβεβαίωσης.
- Μην έχεις άγχος για τίποτε. Ένα μόνο είναι σίγουρο, ότι τίποτε δεν είναι σίγουρο. Δε μπορείς να ελέγξεις τα πάντα. Πρέπει, αναγκαστικά, να δείξεις εμπιστοσύνη σε κάποιους. Και, σίγουρα, στον Θεό. Δεν πρόκειται να σε εγκαταλείψει ποτέ.
- Και κάτι ακόμη. Έχε υπομονή. Σιγά σιγά, όσο ανθίζει η αγάπη μέσα σου, θα νοιώθεις δυνατός. Και ξαφνικά, μια μέρα, θα ανακαλύψεις πως δεν υπάρχει φόβος μέσα σου. Δεν θα βρίσκεται πια τόπος γι’ αυτόν.
- Χαίρομαι τόσο που χαμογελάς. Στο γέλιο, πρέπει να ξέρεις, υπάρχουν χαρά, συναίσθημα κι ενέργεια. Υπάρχουν ομορφιά και θεραπεία. Κυριολεκτικά, κάτι συμβαίνει μέσα σου. Είναι ύψιστο δώρο του Θεού. Δεν είναι τυχαίο πως όλα τα πλάσματα κλαίνε, μα μόνο ο άνθρωπος γελά.
- Σου εύχομαι, λοιπόν, να χαμογελάς πάντοτε αντίκρυ στη ζωή. Και να νοιώθεις βαθειά χαρά για όλα όσα είσαι: σώμα, ψυχή και πνεύμα.
Και ο γέροντας ένοιωσε μια θέρμη στην καρδιά του, σημάδι αλάνθαστο πως είχε αγγίξει εκείνη την, μέχρι την ώρα τούτη, απελπισμένη ψυχή. Και χαμογέλασε κι αυτός.
Έμειναν για αρκετή ώρα αμίλητοι κι οι δυο τους. Τα λόγια είναι σαν το νερό που πέφτει σε μια στάμνα. Θέλουν τον χρόνο τους, πρώτα να σταλάξουν αργά αργά, κι έπειτα να βρουν την τελική τους θέση. Κι όταν αυτό συμβεί, το μαρτυρά η αλλαγμένη πια διάθεση, που μοιάζει με την γαλήνια επιφάνεια του ήρεμου νερού.
Στο τέλος, ξαναγύρισε το βλέμμα του κατά το πέλαγος, εκεί που μόλις είχε βυθιστεί ο πορφυρός ήλιος. Οι ανταύγειές του φώτιζαν ακόμη, βάφοντας τον ουρανό. Στράφηκε προς τον επισκέπτη.
- Έχεις, ποτέ σου, προσέξει τον ορίζοντα;
(Κώστας Μπούζας, 2024)