Όπως κάθε βράδυ, καθόταν σ’ ένα βράχο, στην ακροθαλασσιά, και κοίταζε τα άστρα.
Η εικόνα δεν με εξέπληξε. Ήταν εξάλλου κάτι που είχα συνηθίσει, όπως και η μόνιμη ποιητική του διάθεση.
Μόλις με αντιλήφθηκε, γύρισε αμέσως προς το μέρος μου. Ήταν κάτι που δε συνήθιζε, αφού και τις ώρες που μου μιλούσε, σχεδόν πάντα, συνέχιζε να κοιτάει τον ουρανό. Με κοίταξε αφηρημένα, και από το βλέμμα του κατάλαβα, ότι το μυαλό του έτρεχε αλλού.
Θέλοντας να σπάσω τη σιωπή, αλλά και να διαπιστώσω τις σκέψεις του, αποφάσισα να τον ρωτήσω κάτι, οτιδήποτε. Διάλεξα αυτό που φαινόταν να αποτελεί το αντικείμενο της προσοχής του. Τον ρώτησα, λοιπόν, αν γνωρίζει ότι κάποιοι αρέσκονται να δίνουν δικά τους ονόματα στ’ αστέρια, ειδικά τα μικρά, τα οποία στους χάρτες του ουρανού αναφέρονται μόνο με ένα γράμμα της αλφαβήτου – αυτό τα χαρακτηρίζει και το όνομα του αστερισμού στον οποίο ανήκουν.
Στο άκουσμα των λόγων μου, θα έλεγα πως αναπήδησε από τη θέση του, από ενθουσιασμό. Ασθμαίνοντας, μα με έκδηλη χαρά, μου απήγγειλε ένα πρόσφατο ποίημά του, που ήδη το γνώριζα:
“Θάθελα νάχα ένα αστέρι μέσα στα πολλά. Δε ζήτησα μες στης νυχτιάς τη συλλογή το πιο λαμπρό, γιατί τ’ αστέρι το λαμπρό, τα μάτια μη τυχόν φοβάμαι μου θαμπώσει. Τα μάτια μου, που στου Χειμώνα τη μουντή βροχή λησμόνησαν το φως. Αρκεί να φέγγει όσο εγώ μπορώ να δω. Ας είναι ένα απ’ τα πολλά, φτάνει νάναι δικό μου.
Ούτε το θέλησα να είναι στην κορφή του ουρανού, στου θόλου του απέραντου το κέντρο να φαντάζει. Γιατί τ’ αστέρι το ψηλό θέλει δρόμο πολύ για να το φτάσεις, κι άμα τ’ αγγίξεις, χέρια να έχεις πρέπει δυνατά να το κρατήσεις. Ας είναι εκεί στο βάθος, ν’ αχνοφέγγει δίπλα στο βουνό, στο όριο του ορίζοντα, φτάνει νάναι δικό μου”.
Του παρατήρησα, ότι μου φαινόταν λίγο ερωτευμένος. Αυτός, με τη σειρά του, σαν απάντηση, αμέσως και χωρίς να το σκεφτεί καθόλου, συνέχισε με κάτι άλλο που αφορούσε την αγάπη:
“Είναι αστέρια οι ψυχές μας, είπανε, απρόσιτα, έτη φωτός το ένα από το άλλο αφού απέχουν. Τότε κι εμείς ταχύτητα αγάπης αναπτύξαμε, και την ενότητα του σύμπαντός μας κατορθώσαμε”.
Έμεινα έκπληκτος. Δεν ήξερα αν κι αυτό ήταν δικό του, όπως το προηγούμενο, ή κάποιου άλλου. Με εντυπωσίασε, πάντως, η ετοιμότητά του. Ίσως κάτι τέτοιο να τον απασχολούσε πριν να τον συναντήσω εκείνη τη βραδιά. Αποφάσισα, τότε, να δοκιμάσω κάτι άλλο. Του ζήτησα να μου πει για τον θάνατο των αστεριών.
Φάνηκε να μελαγχολεί. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα, μήπως ήταν άστοχη, εκ μέρους μου, η επιλογή του θέματος, μιας και γνώριζα κάποιες δύσκολες καταστάσεις, που είχε ζήσει το τελευταίο διάστημα. Ήταν όμως πια αργά. Δεν άργησε, παρ’ όλα αυτά, να ξαναβρεί τον οίστρο του, και με μια δόση στόμφου, μου χάρισε μια ακόμη ποιητική νότα:
“Ένα αστέρι απόψε σβήνει. Μη λυπηθείς. Κάθε ζωή έχει μια αρχή και ένα τέλος, δε θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση τα άστρα. Κι εξάλλου, σκέψου, το φως τους κάνει χρόνια για να φτάσει ως εδώ. Ίσως και από πριν ακόμα, όταν το πρωτοαντίκρυσες, ήδη νάταν νεκρό”.
Προτού ακόμη τελειώσει, είχα ήδη σκεφτεί κάτι για να απαλύνω λίγο την ατμόσφαιρα. Ήθελα πάρα πολύ να διορθώσω το προηγούμενο λάθος μου. Έτσι αυτή τη φορά του μίλησα για γέννηση και συγκεκριμένα γι’ αυτήν των ουρανίων σωμάτων. Έτσι κι αλλιώς, τη στιγμή που κάτι πεθαίνει, την ίδια εκείνη στιγμή κάτι άλλο γεννιέται.
Οι στίχοι που ακολούθησαν στάθηκαν μια αποκάλυψη για μένα, αφού συνέδεαν τόσο αρμονικά τον θάνατο με τη ζωή. Αργά, ρυθμικά, με έμφαση πρόφερε τα παρακάτω λόγια:
“Μου είπαν πως έφυγες απόψε. Στάθηκες, λέει, στων αγγέλων τον χορό. Δεξιά σου, ο φύλακας, ο αγαπημένος. Αριστερά σου ο ψυχοπομπός. Πιο πέρα οι άλλοι.
Αυτοί που έβλεπαν θαρρούσαν ήταν αστεριών χορός, ένας ακόμη στους πολλούς αστερισμός. Και απορούσαν καθώς μέτραγαν το πλήθος. Απόψε ο αριθμός δεν έβγαινε σωστός. Απόψε υπήρχε ένα αστέρι παραπάνω”.
Παρότι το ποίημα μου άρεσε – όπως και τα προηγούμενα - του επεσήμανα, ότι έβρισκα τη διάθεσή του πολύ μελαγχολική, και του τόνισα πως θα μου έκανε μεγάλη χάρη, αν άφηνε επιτέλους τους θανάτους κατά μέρος. Είχε, άραγε, κάτι μόνο για τη ζωή; Μια γέννηση, μόνη της, χωρίς τίποτε να την σκιάζει.
Χωρίς να δείξει ότι τον πείραξαν οι υποδείξεις μου, έμεινε για λίγο σιωπηλός. Σαν κάτι να πάσχιζε να θυμηθεί. Και το θυμήθηκε:
“Απόψε ο ουρανός δεν είναι ίδιος, γιατί στην άκρη του έλαμψε καινούργιο αστεράκι. Και η γραμμή των οριζόντων τρυφερά τ’ αγκάλιασε. Κι ο άνεμος το φύσηξε ψηλά ν’ ανέβει”.
Θεώρησα, δεν ξέρω κι εγώ γιατί, τη στιγμή εκείνη κατάλληλη, για να τον αποσπάσω από τον ρεμβασμό του, αφού, όλη αυτή την ώρα, ακροβατούσε στα όρια αντικρουόμενων συναισθημάτων. Αποφάσισα, λοιπόν, να στρέψω την πρωτότυπη συζήτησή μας σε πιο πεζά θέματα. Με αφορμή κάποια πρόσφατα γεγονότα, ζήτησα τη γνώμη του για όλους αυτούς τους διάττοντες αστέρες της πολιτικής, της τέχνης και της κοινωνικής ζωής εν γένει, που έκαναν την εμφάνισή τους τελευταία.
Σίγουρος για το αποτέλεσμα αυτής της στροφής μου, περίμενα η κουβέντα μας να ¨προσγειωθεί” σε κάποιον ασφαλή διάδρομο της καθημερινότητας. Κι όμως αυτός, σε πείσμα των προσδοκιών μου, απάντησε με ποίημα:
“Άστρα, πλανήτες, δορυφόροι και κομήτες θαύμασαν όλοι, θαμπωμένοι απ’ τη λάμψη. Ένας υπερκαινοφανής!
Λίγο αργότερα είχε μείνει μονάχα ένα νέφος αερίων. Μια μαύρη τρύπα τη θέση του κατείχε τώρα πλέον”.
Απογοητευμένος από το αποτέλεσμα της προσπάθειάς μου να τον αποσπάσω από τ’ αστέρια, αλλά κι από τον ποιητικό του οίστρο, ενέδωσα κι εγώ. Παράλληλα, όμως, θέλησα και να τον προκαλέσω πάνω στο θέμα των ποιητικών του γνώσεων, ή του ποιητικού του ταλέντου. Τα λόγια μου βγήκαν κοφτά και με μια ανεπαίσθητη διάθεση θριαμβολογίας, για τη δυσκολία που θεωρούσα ότι εμπεριείχε το αίτημά μου: “Πες μου κάτι για τις μαύρες τρύπες”.
Χαμογέλασε πλατιά, κοίταξε ψηλά, και με φωνή σταθερή και δυνατή – αν και κάπως συγκινημένη – μου πρόσφερε αυτούς τους λίγους στίχους, που δε θα μπορούσε να τους ακολουθήσει τίποτε άλλο, εκτός απ’ τη σιωπή:
“Ισορροπούμε στον ορίζοντα συμβάντων. Τα ίχνη του ορίζοντα αγγίζουμε. Του χρόνου τον ορίζοντα ατενίζουμε. Ανοίγουμε ορίζοντες στον νου”.
Δε βρήκα κι εγώ τίποτε να πω – ούτε και το ήθελα. Ένα χαμόγελο μόνο είχε μείνει, άθελά μου, χαραγμένο στα χείλη μου. Είχε τελειώσει με αισιοδοξία και με ελπίδα…
Τα ποιήματα που υπάρχουν στο κείμενο έχουν γραφεί από τον Κώστα Μπούζα, και είναι με τη σειρά τα: “Ένα αστέρι”, “Φαινόμενα ψυχής”, “Αυτόπτης μάρτυς”, “Νέο αστέρι”, “Γέννηση”, “Ο υπερκαινοφανής” και “Ορίζοντες”.
(Κώστας Μπούζας, 2024)