Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024

Λόγοι ζωής

    


    Πλησίαζε σούρουπο. Ο γέροντας, αποκαμωμένος απ’ όλους αυτούς που είχε δεχθεί, ετοιμαζόταν ν’ αποσυρθεί στο καλύβι του. Στο μεταξύ, έριχνε μερικές τελευταίες ματιές πέρα στο πέλαγος. Τον ξεκούραζε αυτό, να αγναντεύει μακριά, τον ορίζοντα. Αυτό είναι ο άνθρωπος, σκέφτηκε. Ένας ορίζοντας που σμίγουν η γη κι ο ουρανός. Από τη μια μεριά, το χώμα, ο πηλός. Από την άλλη, πάλι, η ψυχή, η μέσα ασίγαστη φωτιά. Μια μεθόριος, όπου παλεύει αδιάκοπα, ως άνω θρώσκων, να μετουσιώσει την ύλη σε πνεύμα, όπου ψάχνει μες στο ορατό, να ανιχνεύσει το αόρατο.

Έτσι καθώς είχε βυθιστεί στον ρεμβασμό του, άργησε να αντιληφθεί τον νεαρό άντρα, που στεκόταν όρθιος μπροστά του. Πόση άραγε ώρα, αναρωτήθηκε. Εκείνο που του έκανε εντύπωση, με την πρώτη ματιά, ήταν το βλέμμα του. Πόσα και πόσα δεν αντίκρισε μέσα εκεί. Φόβο και αγωνία. Και αναστάτωση κι απόγνωση. Και θλίψη και πόνο. Πάνω απ’ όλα, όμως, μια τεράστια απελπισία και μια αβυσσαλέα ερημιά.

Όπως το περίμενε, οι ερωτήσεις έπεσαν βροχή από τον τελευταίο αυτόν επισκέπτη. Έβαλε κι ο ίδιος κατά μέρος την κούρασή του. Είχε μπροστά του έναν άνθρωπο, που τον καλούσε σε βοήθεια. Έπρεπε να τον στηρίξει, να του δώσει κουράγιο. Μα πάνω απ’ όλα, ήταν επείγουσα ανάγκη να του εμπνεύσει όραμα. Να του υποδείξει στόχους. Να του προσφέρει προορισμό. Τι φοβερή που είναι, σκέφτηκε, ετούτη της ψυχής η σκοτεινιά. Του μίλησε ώρα πολλή:

- Το κενό; Τίποτε άλλο από την έλλειψη σκοπού.

- Ο φόβος; Αυτό το ίδιο το κενό που δημιουργείται, εκεί που εν υπάρχει τίποτε να πάρει τη θέση του. Και μην παραξενευτείς, κατά μία έννοια, το αντίθετο της αγάπης.

- Ναι, η αγάπη δεν είναι, απλά, ένα συναίσθημα. Είναι μορφή συνείδησης, στάση ζωής.

- Πότε, ας πούμε, για τελευταία σου φορά συγκινήθηκες, ενθουσιάστηκες, συγκλονίστηκες με κάτι; Πότε, με άλλα λόγια, έθρεψες την ψυχή σου; Πότε κυνήγησες τη δική σου πραγματικότητα;

- Ναι, έτσι ενδυναμώνεται ο μέσα άνθρωπος. Μ’ αυτό που μιλάει στην καρδιά του. Και με ακόμη κάτι. Με το να στραφεί στον εαυτό του. Να τον αναζητήσει. Να συγκεντρώσει, έτσι, σε μια ενότητα τα σκορπισμένα του κομμάτια: συναίσθημα και νόηση, ψυχή και νου.

- Και ο σκοπός, εκείνος ο ύψιστος προορισμός; Μα τι άλλο από την αναζήτηση του ίδιου του Θεού; Και για ν’ αρχίσεις, πρέπει πρώτα τον άνθρωπο δίπλα σου να συναντήσεις.

- Τον άλλο, λοιπόν, σαν θέλεις να κερδίσεις, πρέπει να προκαταβάλεις το αντίτιμο: Την προσοχή σου, το ενδιαφέρον σου, την ευσπλαχνία σου. Για να το κάνεις όμως αυτό, πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να αντιληφθείς την παρουσία του. Και εννοώ, να τον νοιώσεις σαν σύντροφο στην κοινή πορεία, και όχι σαν συμπλήρωμα δικό σου. Πάνω απ’ όλα, διώξε τον εγωισμό. Παραιτήσου από την ανάγκη – και την αγωνία – της αυτοεπιβεβαίωσης.

- Μην έχεις άγχος για τίποτε. Ένα μόνο είναι σίγουρο, ότι τίποτε δεν είναι σίγουρο. Δε μπορείς να ελέγξεις τα πάντα. Πρέπει, αναγκαστικά, να δείξεις εμπιστοσύνη σε κάποιους. Και, σίγουρα, στον Θεό. Δεν πρόκειται να σε εγκαταλείψει ποτέ.

- Και κάτι ακόμη. Έχε υπομονή. Σιγά σιγά, όσο ανθίζει η αγάπη μέσα σου, θα νοιώθεις δυνατός. Και ξαφνικά, μια μέρα, θα ανακαλύψεις πως δεν υπάρχει φόβος μέσα σου. Δεν θα βρίσκεται πια τόπος γι’ αυτόν.

- Χαίρομαι τόσο που χαμογελάς. Στο γέλιο, πρέπει να ξέρεις, υπάρχουν χαρά, συναίσθημα κι ενέργεια. Υπάρχουν ομορφιά και θεραπεία. Κυριολεκτικά, κάτι συμβαίνει μέσα σου. Είναι ύψιστο δώρο του Θεού. Δεν είναι τυχαίο πως όλα τα πλάσματα κλαίνε, μα μόνο ο άνθρωπος γελά.

- Σου εύχομαι, λοιπόν, να χαμογελάς πάντοτε αντίκρυ στη ζωή. Και να νοιώθεις βαθειά χαρά για όλα όσα είσαι: σώμα, ψυχή και πνεύμα.

Και ο γέροντας ένοιωσε μια θέρμη στην καρδιά του, σημάδι αλάνθαστο πως είχε αγγίξει εκείνη την, μέχρι την ώρα τούτη, απελπισμένη ψυχή. Και χαμογέλασε κι αυτός.

Έμειναν για αρκετή ώρα αμίλητοι κι οι δυο τους. Τα λόγια είναι σαν το νερό που πέφτει σε μια στάμνα. Θέλουν τον χρόνο τους, πρώτα να σταλάξουν αργά αργά, κι έπειτα να βρουν την τελική τους θέση. Κι όταν αυτό συμβεί, το μαρτυρά η αλλαγμένη πια διάθεση, που μοιάζει με την γαλήνια  επιφάνεια του ήρεμου νερού.

Στο τέλος, ξαναγύρισε το βλέμμα του κατά το πέλαγος, εκεί που μόλις είχε βυθιστεί ο πορφυρός ήλιος. Οι ανταύγειές του φώτιζαν ακόμη, βάφοντας τον ουρανό. Στράφηκε προς τον επισκέπτη.

- Έχεις, ποτέ σου, προσέξει τον ορίζοντα;

(Κώστας Μπούζας, 2024)


Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

Αστρική περιπλάνηση

 


Όπως κάθε βράδυ, καθόταν σ’ ένα βράχο, στην ακροθαλασσιά, και κοίταζε τα άστρα. 

Η εικόνα δεν με εξέπληξε. Ήταν εξάλλου κάτι που είχα συνηθίσει, όπως και η μόνιμη ποιητική του διάθεση.

Μόλις με αντιλήφθηκε, γύρισε αμέσως προς το μέρος μου. Ήταν κάτι που δε συνήθιζε, αφού και τις ώρες που μου μιλούσε, σχεδόν πάντα, συνέχιζε να κοιτάει τον ουρανό. Με κοίταξε αφηρημένα, και από το βλέμμα του κατάλαβα, ότι το μυαλό του έτρεχε αλλού.

Θέλοντας να σπάσω τη σιωπή, αλλά και να διαπιστώσω τις σκέψεις του, αποφάσισα να τον ρωτήσω κάτι, οτιδήποτε. Διάλεξα αυτό που φαινόταν να αποτελεί το αντικείμενο της προσοχής του. Τον ρώτησα, λοιπόν, αν γνωρίζει ότι κάποιοι αρέσκονται να δίνουν δικά τους ονόματα στ’ αστέρια, ειδικά τα μικρά, τα οποία στους χάρτες του ουρανού αναφέρονται μόνο με ένα γράμμα της αλφαβήτου – αυτό τα χαρακτηρίζει και το όνομα του αστερισμού στον οποίο ανήκουν.

Στο άκουσμα των λόγων μου, θα έλεγα πως αναπήδησε από τη θέση του, από ενθουσιασμό. Ασθμαίνοντας, μα με έκδηλη χαρά, μου απήγγειλε ένα πρόσφατο ποίημά του, που ήδη το γνώριζα:

Θάθελα νάχα ένα αστέρι μέσα στα πολλά. Δε ζήτησα μες στης νυχτιάς τη συλλογή το πιο λαμπρό, γιατί τ’ αστέρι το λαμπρό, τα μάτια μη τυχόν φοβάμαι μου θαμπώσει. Τα μάτια μου, που στου Χειμώνα τη μουντή βροχή λησμόνησαν το φως. Αρκεί να φέγγει όσο εγώ μπορώ να δω. Ας είναι ένα απ’ τα πολλά, φτάνει νάναι δικό μου.

Ούτε το θέλησα να είναι στην κορφή του ουρανού, στου θόλου του απέραντου το κέντρο να φαντάζει. Γιατί τ’ αστέρι το ψηλό θέλει δρόμο πολύ για να το φτάσεις, κι άμα τ’ αγγίξεις, χέρια να έχεις πρέπει δυνατά να το κρατήσεις. Ας είναι εκεί στο βάθος, ν’ αχνοφέγγει δίπλα στο βουνό, στο όριο του ορίζοντα, φτάνει νάναι δικό μου”.

Του παρατήρησα, ότι μου φαινόταν λίγο ερωτευμένος. Αυτός, με τη σειρά του, σαν απάντηση, αμέσως και χωρίς να το σκεφτεί καθόλου, συνέχισε με κάτι άλλο που αφορούσε την αγάπη:

Είναι αστέρια οι ψυχές μας, είπανε, απρόσιτα, έτη φωτός το ένα από το άλλο αφού απέχουν. Τότε κι εμείς ταχύτητα αγάπης αναπτύξαμε, και την ενότητα του σύμπαντός μας κατορθώσαμε”.

Έμεινα έκπληκτος. Δεν ήξερα αν κι αυτό ήταν δικό του, όπως το προηγούμενο, ή κάποιου άλλου. Με εντυπωσίασε, πάντως, η ετοιμότητά του. Ίσως κάτι τέτοιο να τον απασχολούσε πριν να τον συναντήσω εκείνη τη βραδιά. Αποφάσισα, τότε, να δοκιμάσω κάτι άλλο. Του ζήτησα να μου πει για τον θάνατο των αστεριών.

Φάνηκε να μελαγχολεί. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα, μήπως ήταν άστοχη, εκ μέρους μου, η επιλογή του θέματος, μιας και γνώριζα κάποιες δύσκολες καταστάσεις, που είχε ζήσει το τελευταίο διάστημα. Ήταν όμως πια αργά. Δεν άργησε, παρ’ όλα αυτά, να ξαναβρεί τον οίστρο του, και με μια δόση στόμφου, μου χάρισε μια ακόμη ποιητική νότα:

Ένα αστέρι απόψε σβήνει. Μη λυπηθείς. Κάθε ζωή έχει μια αρχή και ένα τέλος, δε θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση τα άστρα. Κι εξάλλου, σκέψου, το φως τους κάνει χρόνια για να φτάσει ως εδώ. Ίσως και από πριν ακόμα, όταν το πρωτοαντίκρυσες, ήδη νάταν νεκρό”.

Προτού ακόμη τελειώσει, είχα ήδη σκεφτεί κάτι για να απαλύνω λίγο την ατμόσφαιρα. Ήθελα πάρα πολύ να διορθώσω το προηγούμενο λάθος μου. Έτσι αυτή τη φορά του μίλησα για γέννηση και συγκεκριμένα γι’ αυτήν των ουρανίων σωμάτων. Έτσι κι αλλιώς, τη στιγμή που κάτι πεθαίνει, την ίδια εκείνη στιγμή κάτι άλλο γεννιέται.

Οι στίχοι που ακολούθησαν στάθηκαν μια αποκάλυψη για μένα, αφού συνέδεαν τόσο αρμονικά τον θάνατο με τη ζωή. Αργά, ρυθμικά, με έμφαση πρόφερε τα παρακάτω λόγια:

Μου είπαν πως έφυγες απόψε. Στάθηκες, λέει, στων αγγέλων τον χορό. Δεξιά σου, ο φύλακας, ο αγαπημένος. Αριστερά σου ο ψυχοπομπός. Πιο πέρα οι άλλοι.

Αυτοί που έβλεπαν θαρρούσαν ήταν αστεριών χορός, ένας ακόμη στους πολλούς αστερισμός. Και απορούσαν καθώς μέτραγαν το πλήθος. Απόψε ο αριθμός δεν έβγαινε σωστός. Απόψε υπήρχε ένα αστέρι παραπάνω”.

Παρότι το ποίημα μου άρεσε – όπως και τα προηγούμενα - του επεσήμανα, ότι έβρισκα τη διάθεσή του πολύ μελαγχολική, και του τόνισα πως θα μου έκανε μεγάλη χάρη, αν άφηνε επιτέλους τους θανάτους κατά μέρος. Είχε, άραγε, κάτι μόνο για τη ζωή; Μια γέννηση, μόνη της, χωρίς τίποτε να την σκιάζει.

Χωρίς να δείξει ότι τον πείραξαν οι υποδείξεις μου, έμεινε για λίγο σιωπηλός. Σαν κάτι να πάσχιζε να θυμηθεί. Και το θυμήθηκε:

Απόψε ο ουρανός δεν είναι ίδιος, γιατί στην άκρη του έλαμψε καινούργιο αστεράκι. Και η γραμμή των οριζόντων τρυφερά τ’ αγκάλιασε. Κι ο άνεμος το φύσηξε ψηλά ν’ ανέβει”.

Θεώρησα, δεν ξέρω κι εγώ γιατί, τη στιγμή εκείνη κατάλληλη, για να τον αποσπάσω από τον ρεμβασμό του, αφού, όλη αυτή την ώρα, ακροβατούσε στα όρια αντικρουόμενων συναισθημάτων. Αποφάσισα, λοιπόν, να στρέψω την πρωτότυπη συζήτησή μας σε πιο πεζά θέματα. Με αφορμή κάποια πρόσφατα γεγονότα, ζήτησα τη γνώμη του για όλους αυτούς τους διάττοντες αστέρες της πολιτικής, της τέχνης και της κοινωνικής ζωής εν γένει, που έκαναν την εμφάνισή τους τελευταία.

Σίγουρος για το αποτέλεσμα αυτής της στροφής μου, περίμενα η κουβέντα μας να ¨προσγειωθεί” σε κάποιον ασφαλή διάδρομο της καθημερινότητας. Κι όμως αυτός, σε πείσμα των προσδοκιών μου, απάντησε με ποίημα:

Άστρα, πλανήτες, δορυφόροι και κομήτες θαύμασαν όλοι, θαμπωμένοι απ’ τη λάμψη. Ένας υπερκαινοφανής!

Λίγο αργότερα είχε μείνει μονάχα ένα νέφος αερίων. Μια μαύρη τρύπα τη θέση του κατείχε τώρα πλέον”.

Απογοητευμένος από το αποτέλεσμα της προσπάθειάς μου να τον αποσπάσω από τ’ αστέρια, αλλά κι από τον ποιητικό του οίστρο, ενέδωσα κι εγώ. Παράλληλα, όμως, θέλησα και να τον προκαλέσω πάνω στο θέμα των ποιητικών του γνώσεων, ή του ποιητικού του ταλέντου. Τα λόγια μου βγήκαν κοφτά και με μια ανεπαίσθητη διάθεση θριαμβολογίας, για τη δυσκολία που θεωρούσα ότι εμπεριείχε το αίτημά μου: “Πες μου κάτι για τις μαύρες τρύπες”.

Χαμογέλασε πλατιά, κοίταξε ψηλά, και με φωνή σταθερή και δυνατή – αν και κάπως συγκινημένη – μου πρόσφερε αυτούς τους λίγους στίχους, που δε θα μπορούσε να τους ακολουθήσει τίποτε άλλο, εκτός απ’ τη σιωπή:

“Ισορροπούμε στον ορίζοντα συμβάντων. Τα ίχνη του ορίζοντα αγγίζουμε. Του χρόνου τον ορίζοντα ατενίζουμε. Ανοίγουμε ορίζοντες στον νου”.

Δε βρήκα κι εγώ τίποτε να πω – ούτε και το ήθελα. Ένα χαμόγελο μόνο είχε μείνει, άθελά μου, χαραγμένο στα χείλη μου. Είχε τελειώσει με αισιοδοξία και με ελπίδα…



Τα ποιήματα που υπάρχουν στο κείμενο έχουν γραφεί από τον Κώστα Μπούζα, και είναι με τη σειρά τα: “Ένα αστέρι”, “Φαινόμενα ψυχής”, “Αυτόπτης μάρτυς”, “Νέο αστέρι”, “Γέννηση”, “Ο υπερκαινοφανής” και “Ορίζοντες”.


(Κώστας Μπούζας, 2024)

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2024

Η μαγεία των στιγμών

 

Το κατάστημά του βρισκόταν στο βάθος της στοάς. Απόμερο καθώς ήταν, δύσκολα κάποιος μπορούσε να το ανακαλύψει. Εξάλλου, τα υποτονικά, φθαρμένα χρώματά του και η σκονισμένη του μικρή βιτρίνα, το έκαναν να μοιάζει λίγο εκτός τόπου και χρόνου. Φαινόταν κάπως σαν ξεχασμένο. Σαν μια παράταιρη πινελιά σ’ αυτή τη γωνιά της μεγαλούπολης.

Πλησίασα. Μια ματιά ήταν αρκετή για να μου επιβεβαιώσει την προηγούμενη αίσθησή μου. Πίσω από το τζάμι αντίκρισα ένα σωρό ρολόγια… μιας άλλης εποχής. Ξυπνητήρια, αλλά και του χεριού, κουρδιστά τα περισσότερα. Υπήρχαν, ακόμη, και κάποια μεγάλα επιτραπέζια, από αυτά που στόλιζαν κάποτε μπουφέδες, τζάκια και άλλες παρόμοιες γωνιές του σπιτιού. Μερικά μάλιστα απ’ αυτά ήταν σωστά κομψοτεχνήματα, με αγαλματίδια, απομιμήσεις διαφόρων σκηνών της ζωής και διάφορα άλλα στολίδια.

Δεν άντεξα στον πειρασμό και διάβηκα το κατώφλι. Ο καταστηματάρχης, μάλλον ηλικιωμένος και αρκετά μικρόσωμος, ήταν σκυμμένος σε ένα μικρό γραφειάκι και παιδευόταν με το κούμπωμα ενός γυναικείου ρολογιού. Απορροφημένος καθώς ήταν, δε με αντιλήφθηκε από την πρώτη στιγμή. Όταν τελικά με πρόσεξε, σηκώθηκε από την καρέκλα του, για να με υποδεχτεί εγκάρδια.

Μετά τις πρώτες συστάσεις, άρχισε να μου επιδεικνύει, με καμάρι, τη συλλογή του – έτσι ονόμαζε αυτό, που κάποιος άλλος θα αποκαλούσε εμπόρευμα. Παράλληλα, μου εξηγούσε διάφορες λεπτομέρειες που αφορούσαν τη λειτουργία, αλλά και την ιστορία των ρολογιών του. Εμένα, όμως, αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν κάποιες συνήθειες, που είχε αναπτύξει τόσα χρόνια σ’ αυτό το επάγγελμα.

Με ξάφνιασε, για παράδειγμα, το ότι κούρδιζε, κάθε μέρα, όλα του τα ρολόγια. Μου εξήγησε, ότι δεν πρέπει να σταματούν, για να δουλεύει σωστά ο μηχανισμός τους. Εκείνο, όμως, που με άφησε έκπληκτο, ήταν κάτι που ανεπιφύλακτα το χαρακτήρισα σαν ιδιορρυθμία. Συγκεκριμένα, όπως μου εκμυστηρεύτηκε δειλά, σε δύσκολες στιγμές στεναχώριας, άγχους, ή αγωνίας, έπαιρνε το ρολόι που βρισκόταν απέναντί του στο γραφείο, και το γυρνούσε μπροστά. “Τρέχω τον χρόνο μου μπροστά” έλεγε “για να περάσει γρήγορα αυτό”. Υπενθύμιζε έτσι στο εαυτό του, ότι τίποτε δεν κρατάει για πάντα. Οι καταστάσεις αλλάζουν, και τα σημερινά συναισθήματα, αύριο, θα τα διαδεχθούν σίγουρα κάποια άλλα. Αντίθετα, τώρα, θέλοντας να παρατείνει στιγμές ευτυχίας ή χαράς, μόλις ένοιωθε ότι τα συναισθήματα αυτά έπαιρναν ν’ ατονήσουν, γυρνούσε τους δείκτες πίσω. “Γυρνώ τον χρόνο πίσω, την ώρα εκείνη που χάρηκα. Θυμάμαι, έτσι, πως ένοιωσα εκείνη τη στιγμή, και μ’ αυτόν τον τρόπο η χαρά επιστρέφει” ξανάλεγε.

Εκείνο, πάντως, που ποτέ δεν παρέλειπε ο παράξενος αυτός, φιλόσοφος ρολογάς, ήταν το καθημερινό κούρδισμα. Θαρρείς κι ο χτύπος των δευτερολέπτων ήταν ο χτύπος της καρδιάς του. Σαν να ήταν συνυφασμένος με την ίδια του τη ζωή. Όπως μου εξήγησε, ο ρυθμικός αυτός ήχος του υπενθύμιζε, συνεχώς, ένα παρελθόν, που άντεξε ώστε ν’ αξιωθεί να είναι σήμερα παρόν, και βάσιμα φιλοδοξεί να εξελιχθεί σε μέλλον.

Όταν έφυγα από το κατάστημα, πολύ αργότερα, είχα την εντύπωση ότι βγήκα από μία χρονοκάψουλα στην πραγματική ζωή. Η επίσκεψή μου όμως αυτή, μου είχε αφήσει μια αίσθηση περίεργη. Κάτι σαν μια απροσδιόριστη νοσταλγία, σαν μια μελαγχολία ανεπαίσθητη, ανάμικτη με μια ρομαντική διάθεση. Κι ο χώρος ξεπηδούσε κι αυτός στο μυαλό μου, σαν ο τόπος που αυτός ο αλχημιστής, ο μύστης του χρόνου, δημιουργούσε την αυστηρά προσωπική του μαγεία. Υποσχέθηκα, τότε, στον εαυτό μου, κάποτε να επιστρέψω.

Άργησα να πραγματοποιήσω την υπόσχεσή μου. Ο ρυθμός της ζωής, οι καθημερινές φροντίδες και ασχολίες και τόσα άλλα, με έκαναν και ξέχασα τελείως αυτόν τον δεξιοτέχνη των στιγμών, των ολόδικών του, μοναδικών στιγμών. Όταν ξαναπέρασα τυχαία από κει, μετά από καιρό, το κατάστημα ήταν κλειστό και άδειο. Σύνταξη; Αναδουλειές; Κάποιο δυσάρεστο συμβάν; Ποιος ξέρει… Άραγε κουρδίζει ακόμη τα αγαπημένα του ρολόγια; Ή μήπως όχι; Θα ήταν θλιβερό, γιατί θα σήμαινε ότι ο προσωπικός του χρόνος, όπως θα έλεγε κι ο ίδιος, έλαβε τέλος.



(Κ. Μπούζας, 2024)

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

Πυλώνες και εξέλιξη του πολιτισμού

      



Τρεις στάθηκαν οι μεγάλοι αρχέγονοι φόβοι του ανθρώπου: Για τους άλλους ανθρώπους, για την φύση – και κυρίως για τα ακραία φυσικά φαινόμενα – και, τέλος, για τον θάνατο. Αυτούς τους φόβους προσπάθησε να καταπολεμήσει, με τις απαντήσεις που έψαξε να βρει για τα μεγάλα προβλήματα της ύπαρξής του.
      Στην απάντηση, κατ΄ αρχάς, στον φόβο για τους άλλους, σχημάτισε την Κοινωνία. Η κοινωνική κοσμοθεωρία, με την σειρά της, δημιούργησε τα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά συστήματα και θεσμούς.
      Ο φόβος για τη φύση, τώρα, γέννησε τη Φυσική φιλοσοφία. Αυτή αργότερα εξελίχθηκε σε Επιστήμη, της οποίας έκφανση, έστω και μονομερής, υπήρξε η Τεχνολογία.
      Τέλος, από την αγωνιώδη προσπάθεια αντιμετώπισης του φόβου του θανάτου προέκυψε η Εσωτερική φιλοσοφία. Από αυτήν η Θεολογία και από αυτήν η Θρησκεία.
      Όπως γίνεται αντιληπτό, οι παραπάνω κατακτήσεις του ανθρώπινου Νου, υπήρξαν και οι πυλώνες του πολιτισμού του, τον οποίο με αυτό τον τρόπο διάρθρωσε.
      Υπάρχουν τώρα, τρεις βασικές έννοιες που αφορούν τον ανθρώπινο πολιτισμό: Ο Χώρος, ο Χρόνος και η Ύλη. Και οι τρεις πυλώνες του, που προαναφέρθηκαν, έχουν κοινή αντίληψη για τις έννοιες αυτές, η επιστήμη όμως είναι αυτή που τις οριοθετεί ως προς το περιεχόμενό τους. Κάθε φορά που μεταβάλλονται οι έννοιες του χώρου, του χρόνου ή της ύλης, μεταβάλλεται και η δομή των πυλώνων του πολιτισμού και κατά συνέπεια η κατεύθυνση και τα στοιχεία του πολιτισμικού ρεύματος.
      Τέτοιες μεταβολές - πολύ σωστά έχουν ονομαστεί επαναστάσεις – στην ιστορία του ανθρώπου, υπήρξαν:
α) Η Νεολιθική Επανάσταση, όταν ο άνθρωπος από τροφοσυλλέκτης μετατρέπεται σε Γεωργό, θεσπίζει τον θεσμό της ιδιοκτησίας και αποκτά μόνιμη κατοικία.
β) Η Αστική Επανάσταση , κατά την οποία έχουμε πλέον, την δημιουργία των πόλεων.
γ) Η Επανάσταση στη Γνώση του 16ου και 17ου αιώνα.
δ) Μία νέα Επανάσταση στη γνώση που συντελείται από τα τέλη του 19ου αιώνα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. 

(Κ. Μπούζας, 2016)

Τρίτη 14 Μαΐου 2024

Η έννοια του πολιτισμού

 


Πολλές είναι οι φορές που έχουμε αναρωτηθεί, είτε σαν κοινωνία, είτε και προσωπικά ο καθένας μας, ποια είναι η έννοια αυτού που αποκαλούμε πολιτισμό. Με άλλα λόγια, για το ποιος είναι ο ορισμός του και ποια η φύση του, αλλά και για το περιεχόμενό του και για τα γνωρίσματα που τον χαρακτηρίζουν.

Κατ’ αρχάς, ανάμεσα στους πολλούς ορισμούς που έχουν δοθεί σχετικά, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε έναν λειτουργικό, που αποδίδει περιεκτικά και με σαφήνεια το ζητούμενο: “Ως πολιτισμός ορίζεται ο συγκεκριμένος τρόπος ζωής μιας ομάδας ανθρώπων, ο οποίος αποτελεί το απόθεμα γνώσης, εμπειρίας, πεποιθήσεων, αξιών, παραδόσεως, θρησκείας, εννοιών του χρόνου, ρόλων, χωρικών σχέσεων, κοσμοθεωριών, υλικών αντικειμένων και γεωγραφικής περιοχής”.

Ποιο είναι, όμως, το περιεχόμενό του; Με άλλα λόγια, τα συστατικά του; Εδώ πρέπει να σημειώσουμε, ότι ο (κάθε) πολιτισμός απαρτίζεται από τρία διαδοχικά στρώματα, διαφορετικής σπουδαιότητας: Πρώτα απ’ όλα είναι ο εσωτερικός πυρήνας του, που περιλαμβάνει την ιστορία, την ταυτότητα, τις πεποιθήσεις, τις αξίες και την κοσμοθεωρία. Ακολουθεί ένα στρώμα (ενδιάμεσο), που αφορά τις πολιτισμικές δραστηριότητες και περιλαμβάνει τους κάθε λογής κανόνες, τα τελετουργικά ήθη και έθιμα, την τεχνολογία, την καλλιτεχνική έκφραση, το επικοινωνιακό μοτίβο, τα υλικά αντικείμενα, τους ρόλους και τις ιεροτελεστίες. Τέλος, υπάρχει ένα εξωτερικό επίπεδο, που αφορά τους θεσμούς, δηλαδή το ευρύτερο πολιτισμικό σύστημα, με όλα τα επί μέρους συστήματά του: Οικογένειας (και γενικά συγγένειας), υγείας, οικονομικό, πολιτικό, εκπαιδευτικό και θρησκευτικό.

Ο πολιτισμός, βέβαια, διακρίνεται και από κάποια χαρακτηριστικά: Είναι ολιστικός, αφού αποτελεί ένα ενιαίο και περίπλοκο σύνολο, με τα διάφορα μέρη του να είναι αλληλένδετα μεταξύ τους. Είναι επίκτητος, αφού δεν είναι έμφυτος στον άνθρωπο, αλλά διαμορφώνεται σταδιακά, μέσα από μοτίβα αίσθησης, σκέψης και δράσης που αυτός αναπτύσσει, κατά τη διάρκεια της ζωής του. Τέλος, είναι δυναμικός, διότι υπόκειται σε αλλαγές με την πάροδο του χρόνου. Επίσης περιλαμβάνει διάφορες “υποκουλτούρες”, όπως είναι η εθνοτική (κοινή κληρονομιά και παράδοση), η κοινωνική και ταξική (εξαρτάται από τη μόρφωση, την απασχόληση, το εισόδημα, το οικογενειακό υπόβαθρο, τον τόπο διαμονής κλπ), η οργανωσιακή (διαμορφώνεται από τους τρόπους επικοινωνίας και δράσης εντός ενός οργανισμού) και η τοπική (αφορά τις τοπικές ιδιαιτερότητες).

Από τα παραπάνω έγινε σαφές, ότι ο πολιτισμός αποτελεί ένα πολυσύνθετο, πολύπλοκο και πολυδιάστατο φαινόμενο. Και σαν τέτοιο, γίνεται συχνά αφορμή – δυστυχώς - για συγκρούσεις εθνών, ή και διαφόρων ομάδων ανθρώπων. Δεν πρέπει, εξάλλου, να περάσουν απαρατήρητες και οι διάφορες θεωρίες για την σύγκρουση των πολιτισμών, που τα τελευταία χρόνια επαναλαμβάνονται ανησυχητικά. Μια τελείως διαφορετική - και υγιής – αντιμετώπιση είναι η κατανόηση και ο σεβασμός του καθενός, γι’ αυτό που αντιπροσωπεύει τον άλλο. Γιατί θα μπορούσαμε να πούμε ότι, για κάθε κοινωνία, ο πολιτισμός είναι αυτό που συνιστά την ψυχή της.

(Κώστας Μπούζας, 2024)

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2024

1984: Η δυστοπία του Τζωρτζ Όργουελ

 


Αγαπημένο θέμα των συγγραφέων οι ουτοπίες και οι δυστοπίες. Οι πρώτες, σαν κοινωνίες, ευκτέες μεν, πλην όμως ιδεατές και συνεπώς μη δυνάμενες να πραγματοποιηθούν (ου + τόπος). Οι δεύτερες, με τη σειρά τους, χαλεπές και αδυσώπητες, να διατυπώνονται, αντίθετα με τις προηγούμενες, μάλλον σαν δυσοίωνη πρόβλεψη και προειδοποίηση.

Πολλές οι μορφές της δυστοπίας που συνέλαβαν κατά καιρούς οι διάφοροι συγγραφείς. Τόσες, όσοι και οι φόβοι που κατατρύχουν την ανθρωπότητα, σχετικά με τους πιθανούς τρόπους επιβολής μιας ολοκληρωτικής εξουσίας. Ο απόλυτος προγραμματισμός, ο γενετικός έλεγχος, η χρήση – νόμιμη - των ναρκωτικών ουσιών, η απαξίωση ή και δαιμονοποίηση της πνευματικής ανάπτυξης με ταυτόχρονη προώθηση αφελών ή και άσχημων - έως εμετικών – θεαμάτων και ακουσμάτων. Η έντεχνα επιδιωκόμενη παραίτηση του πολίτη από το κάθε τι, αρκεί να μπορεί να διατηρεί ένα ελάχιστο όριο ηρεμίας και ασφάλειας. Η ανασφάλεια η ίδια, που επιτυγχάνεται μέσα από τη μονιμοποίηση του τρόμου…Για να σταθούμε σε μερικούς απ΄ αυτούς.

Έτσι λοιπόν πολλά βιβλία γράφτηκαν. Πολλές θεωρίες και υποθέσεις αναπτύχθηκαν, παίρνοντας με τον καιρό ποικίλες παραλλαγές και προεκτάσεις. Απόψεις και κρίσεις εκφράστηκαν. Γνώμες διατυπώθηκαν. Μια, όμως, ξεχώρισε εμφατικά μέσα σ΄ όλες αυτές τις δυστοπίες. Αυτή του Τζωρτζ Όργουελ. Σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, ώστε έφτασε να θεωρείται ως ο ορισμός της λέξης. Κάπως έτσι καταλήξαμε να αποδίδουμε σε μια απευκτέα κοινωνική δομή, τον προσδιορισμό “Οργουελική”.

Τι ήταν όμως αυτό που έκανε το έργο του συγκεκριμένου συγγραφέα να ξεχωρίσει; Ποιο ήταν εκείνο το καίριο στοιχείο, που το διαφοροποιούσε από τ΄ άλλα και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό; Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά:

Οπωσδήποτε βρίσκουμε κι εδώ πολλά – ή και τα περισσότερα – από τα στοιχεία που αναφέραμε παραπάνω. Υπάρχουν, όμως, κι άλλα. Κατ΄ αρχάς, η κοινωνία του Όργουελ είναι άσχημη στην εξωτερική της εμφάνιση. Κυριαρχεί το άκομψο, το ογκώδες, το ομοιόμορφο. Ίδια τα κτίρια. Ίδιες οι στολές. Ίδιες οι συμπεριφορές. Ακόμη και τα πρόσωπα φαίνονται να είναι σαν βγαλμένα από ένα καλούπι. Επί πλέον απουσιάζει οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί όμορφο, καλαίσθητο, εκλεπτυσμένο. Η σημασία, όμως, της ασχήμιας στην όποια επιβολή είναι τεράστια. Αρκεί και μόνο που χαμηλώνεις το βλέμμα.

Επί πλέον, η κοινωνία του Όργουελ είναι και φτωχή. Τα απλούστερα αγαθά σπανίζουν ή δεν υπάρχουν. Και όχι για να αποφευχθεί η πολυτέλεια των περιττών αντικειμένων, αλλά για να επιτευχθεί η ένδεια και συνεπώς η απόλυτη εξάρτηση. Φυσικά, θα ήταν ίσως περιττό να αναφέρουμε ότι βιβλία δεν υπάρχουν. Είναι απαγορευμένα, για ευνόητους λόγους.

Εκείνο παρ΄ όλα αυτά που υπάρχει, και μάλιστα σε αφθονία, είναι οι οθόνες. Πανταχού παρούσες και μάλιστα υποχρεωτικές σ΄ όλους τους χώρους - και στις κατοικίες -, πολλές φορές τεράστιες και πάντοτε αμφίδρομες (πομποί και δέκτες). Οι “κατάσκοποι” και οι “αστυνόμοι” του συστήματος.

Σε μια τέτοια ζοφερή πραγματικότητα, βέβαια, ο εξοντωτικός έλεγχος είναι, ούτως ή άλλως, αναμενόμενος. Εκείνο που αναδεικνύεται εδώ είναι η πρωτοτυπία του ελέγχου. Αυτή, μάλιστα, καθίσταται εμφανέστατη και καταδεικνύεται με κρυστάλλινη καθαρότητα, αν προχωρήσουμε στην πιο “εσωτερική” οργάνωση αυτής της κοινωνίας. Η προπαγάνδα έχει εδώ τον κύριο λόγο. Η ιστορία διαρκώς ξαναγράφεται. Οι νικητές αλλάζουν. Οι σύμμαχοι το ίδιο. Οι προδότες και οι ήρωες, καθημερινά, εναλλάσσουν ρόλους. Γεγονότα ακυρώνονται, ενώ άλλα εφευρίσκονται. Κάτι γνωρίζεις ότι έχει συμβεί, όσο το θυμάσαι. Μη θυμάσαι λοιπόν κι αυτό εξαφανίζεται. Πού αλλού υπάρχει το συμβάν πέρα απ΄ τη μνήμη;

Εδώ πλέον εισερχόμαστε, δειλά δειλά, στα πιο επικίνδυνα μονοπάτια του ολοκληρωτισμού. Στα άδυτά του. Στην ανθρώπινη ψυχή. Αυτή είναι ο στόχος. Δεν αρκεί να υπακούσει, να υποταχθεί. Πρέπει να συνταχθεί, να ενθουσιαστεί, να αγαπήσει. Κι επειδή το συναίσθημα προσωποποιείται, υπάρχει ο “Μεγάλος Αδελφός”. Σ΄ αυτόν πρέπει να απευθύνεται κάθε ευχαριστία, ευλογία και λατρεία. Αυτόν μόνο αξίζει ν΄ αγαπήσεις όσο ζεις και αυτό σου επιβάλλεται. Αυτή είναι και η τέλεια υποδούλωση. Να μη διατηρείς ούτε καν το προνόμιο του θανάτου με την ψυχή να διαφωνεί. Μόνο αφού αυτή αλωθεί, με το ν’ αγαπήσει το δυνάστη της, ο θάνατος είναι θεμιτός. Γι΄ αυτό και τα βασανιστήρια, κυρίως ψυχολογικά, έχουν σαν αποκορύφωμα ένα μαρτύριο, διαφορετικό για τον καθένα, που αντιπροσωπεύει το χειρότερο εφιάλτη του.

Ένα ακόμη, όμως, μέσον ελέγχου είναι και η γλώσσα και συγκεκριμένα η αποδόμησή της. Αφού η γλώσσα είναι ο κόσμος και οι λέξεις οι έννοιες που τον δομούν, γκρεμίζοντάς τα, καταστρέφουμε τον κόσμο μέσα στο νου. Κάτι που δεν εκφράζεται, γιατί δεν του αντιστοιχεί κάποια λέξη, είναι πια θέμα χρόνου να ξεχαστεί και ως οντότητα. Επιπλέον, η λεξιπενία δημιουργεί αδυναμία έκφρασης των λεπτών νοηματικών αποχρώσεων, με αποτέλεσμα τη νοητική σύγχυση και εν τέλει την πνευματική δυσπραγία. Αδειάζουμε λοιπόν το μυαλό. Κι αυτό που αδειάζεις, μπορείς πολύ εύκολα να το γεμίσεις με ότι επιθυμείς.

Ο Τζωρτζ Όργουελ, αναμφίβολα, εμπνεύστηκε την απόλυτη δυστοπία. Κι ο χαρακτηρισμός “απόλυτη” οφείλεται όχι μόνο στα απύθμενα βάθη στα οποία αυτή διείσδυσε, αλλά και στις νοητικές και νοηματικές προεκτάσεις που κατέκτησε, βαδίζοντας στο χρόνο. Το έργο αυτό φαίνεται να είναι πάντοτε επίκαιρο. Ο “Μεγάλος Αδελφός” βρίσκεται ακόμη ανάμεσά μας - σήμερα ίσως περισσότερο παρά ποτέ -, παραμονεύει πίσω από κάθε γωνία και άλλοτε μας κουνά αυστηρά το δάχτυλο, ενώ άλλοτε μας κλείνει πονηρά το μάτι. Η δύναμη είναι γλυκιά. Εσύ τον αγαπάς τον “Μεγάλο Αδελφό”;

(Κώστας Μπούζας: 2023)

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

Βήματα αγάπης

 


Περπατούσε, όπως κάθε μέρα, στον ίδιο δρόμο κι ένοιωθε, όπως πάντα, πολύ κουρασμένη. Η ανάσα της έβγαινε κοφτή, λαχανιασμένη κι ο ιδρώτας έλουζε το πυρωμένο μέτωπό της. Πότε πότε, σταματούσε για λίγα λεπτά κι έπειτα, ανασηκώνοντας το γερμένο της κορμί, λες και προσπαθούσε να στραγγίσει όση δύναμη της απέμενε, συνέχιζε. Το χέρι της μόνο το δεξί, κάποιες στιγμές, το αισθανόταν να παραλύει και να μην την υπακούει. Άλλαζε, τότε, και κρατούσε το παιδί με τ’ αριστερό.

Πέρασαν χρόνια - πόσα αλήθεια; - από τότε που είχε ανακαλύψει το πρόβλημα. Ήταν μικρό τότε, μόλις τριών χρονών, και τώρα έφηβος. Οι γιατροί είχαν διαγνώσει κάποια νευρολογική πάθηση, δεν κατάλαβε πολλά. Αλλά ένας λόγος τους ήταν αυτός που έμεινε χαραγμένος από τότε στη μνήμη της: Θεραπεία δεν υπήρχε. Θα έπρεπε να μάθει να ζει με το πρόβλημα. Θα χρειαζόταν, βέβαια, συνεχής παρακολούθηση της κατάστασής του, καθώς και θεραπείες που θα γίνονταν ανάλογα με την πορεία της ασθένειας. Τα έξοδα πολλά, μα με χίλιες δυο στερήσεις, που αφορούσαν πάντοτε μόνο τον εαυτό της, κατόρθωνε και τα έβγαζε πέρα. Υπήρχαν, βέβαια, και λίγα χρήματα που της είχε αφήσει ο άντρας της. Εκείνο όμως που την τσάκιζε ήταν ότι το παιδί, που ήταν και πολύ εύσωμο, δεν μπορούσε να περπατήσει μόνο του, χωρίς κάποιος να το στηρίζει. Έτσι, αυτή είχε γίνει το στήριγμά του. Κι ήταν τόσο λεπτή και μικροκαμωμένη.

Έμεινε από πολύ νέα χήρα. Τρία χρόνια ύστερα από τον γάμο και δύο από τότε που είχε γίνει μητέρα. Λίγο πιο ύστερα έμελλε να ξεσπάσει η θύελλα που της αναστάτωσε τη ζωή. Στην αρχή αρνήθηκε να το πιστέψει. Απέρριψε κάθε ενδεχόμενο αρρώστιας. Θα ήταν, μάλλον, ο τρόπος περπατήματος. Άλλωστε, πόσα και πόσα παιδιά δεν αργούν να βαδίσουν σωστά. Σιγά σιγά, όμως, το πρόβλημα άρχισε να φαίνεται καθαρά, τόσο που να μην μπορεί πια να κρύβεται από τον ίδιο της τον εαυτό. Τότε αντέδρασε με οργή που στρεφόταν κατά πάντων: των γιατρών που έφεραν αυτόν τον εφιάλτη στη ζωή της, των τυχαίων περαστικών που βάδιζαν τόσο ανάλαφροι και με σίγουρα, σταθερά βήματα, του Θεού γιατί φέρθηκε τόσο σκληρά σ’ αυτήν και στο παιδί της, του εαυτού της του ίδιου για τις σκέψεις αυτές, για τις οποίες μετάνιωνε την αμέσως επόμενη στιγμή. Και τότε ο θυμός της γινόταν παράπονο βαθύ που της έσφιγγε τα σωθικά, ώσπου στο τέλος ερχόταν το κλάμα σαν βάλσαμο, ν’ ανακουφίσει, έστω προσωρινά, την κουρασμένη της καρδιά. Τις στιγμές αυτές ήταν που την κυρίευε η ελπίδα. Όχι, δεν μπορεί να μην υπάρχει γιατρειά. Ίσως να μην την γνωρίζουν οι δικοί της γιατροί, μα ίσως κάπου, κάποιος να έχει ανακαλύψει κάτι. Εξάλλου, πόσα και πόσα νέα φάρμακα δεν ανακοινώνονται κάθε λίγο και λιγάκι… Στο τέλος αποδέχτηκε τη σκληρή πραγματικότητα.

Έβαλε, τότε, μοναχά έναν σκοπό στη ζωή της. Τη φροντίδα του παιδιού. Με γνώμονα αυτήν, καθιέρωσε το ημερήσιο πρόγραμμά της. Το πρωί δουλειά, όταν αυτό απουσίαζε στο ειδικό σχολείο και από το μεσημέρι και μετά ένας Γολγοθάς. Όχι, δεν γόγγυζε πια, αλλά να, ήταν εκείνο το βάρος του που όσο περνούσε ο καιρός μεγάλωνε. Αναλογιζόταν για πόσο ακόμα θα μπορούσε να τα βγάζει πέρα. Και έσφιγγε τα δόντια και μπορούσε.

Ήταν τότε που άλλαξε η ζωή της. Έκλεισε την πόρτα της σε όλους. Δεν ήθελε τον οίκτο τους. Παραιτήθηκε κι από κάθε τι που αφορούσε τον εαυτό της. Κι ήταν όμορφη. Μάτια γαλανά, δύο μικρές βαθιές λίμνες όπως έλεγε και ο άντρας της. Τα πλούσια, ξανθά μαλλιά της έπεφταν σαν χείμαρρος στους ώμους της. Το πρόσωπό της, με τα λεπτά χαρακτηριστικά του, κομψοτέχνημα σωστό. Λόγια δικά του όλα… Κι έφυγε τόσο νωρίς. Δεν τον πρόλαβε η θύελλα. Κι αυτή βρέθηκε να την αντιμετωπίζει μόνη της. Κι άφησε τον εαυτό της. Σιγά σιγά, τα μάτια της σκοτείνιασαν από τις έγνοιες. Τα μαλλιά της γκρίζαραν από την κούραση. Τα χαρακτηριστικά της τραβήχτηκαν από το κλάμα – έκλαιγε πάντοτε κρυφά. Το κορμί της, άλλοτε καλοκαμωμένο, έγειρε από το βάρος.                                                                                              

Από τον ίδιο δρόμο πήγαινε καθημερινά στη δουλειά. Τώρα όμως κατευθυνόταν προς το φυσιοθεραπευτήριο, μαζί με το παιδί. Το ίδιο έκανε και άλλη μία φορά την εβδομάδα, κρατώντας το πάντα. Δυστυχώς το κινητικό του πρόβλημα αφορούσε όλο του το σώμα και συνεπώς και τα χέρια. Έτσι δεν του ήταν δυνατόν να στηριχτεί μόνο του στο μπαστούνι, που χρησιμοποιούσε βοηθητικά όταν ήθελε να μετακινηθεί. Παράλληλα έπρεπε πάντα κάποιος να το βοηθάει. Έτσι αυτή αναπλήρωνε όση δύναμη του έλειπε. Ένοιωθε, παρ’ όλα αυτά, ότι δεν θα ήταν ικανή γι’ αυτό για πολύ ακόμη. Επειδή αυτό ήταν κάτι που το είχε προβλέψει, είχε κάνει κάποιες οικονομίες με σκληρή δουλειά και ήλπιζε, σε λίγο καιρό, να μπορέσει να αγοράσει ένα μικρό μεταχειρισμένο αυτοκίνητο. Ως τότε, όμως, θα συνέχιζε η ίδια κατάσταση, όποτε έπρεπε να μετακινηθούν για τη φυσιοθεραπεία, τον γιατρό, το διαγνωστικό κέντρο, ακόμη και για την απαραίτητη για τη διάθεσή του βόλτα. Για αναπηρικό καρότσι, βέβαια, ούτε λόγος. Ήταν σχεδόν αδύνατη η χρησιμοποίησή του, με τις συνθήκες παρκαρίσματος που επικρατούσαν στην πόλη, και ειδικά στους δρόμους που είχαν κάθε φορά να διανύσουν.

Σταμάτησε για λίγο στη στροφή, εκεί που άρχιζε η μικρή ανηφόρα, για να πάρει μια ανάσα. Πρόσεξε τους περαστικούς κι ανίχνευσε στα βλέμματά τους κούραση, άγχος, σε μερικούς ακόμη κι απόγνωση. Ούτε αυτοί είναι ευτυχισμένοι, σκέφτηκε. Και τους συμπόνεσε. Είχε συνειδητοποιήσει, από καιρό τώρα, ότι το πρόβλημα που αντιμετώπιζε την είχε ευαισθητοποιήσει απέναντι στον ανθρώπινο πόνο. Ύστερα, μόνη καθώς ήταν, είχε την ανάγκη να αναζητά στα μάτια των ανθρώπων την ψυχή τους και να τους αισθάνεται έτσι συνοδοιπόρους.

Βαδίζουμε σε παράλληλους δρόμους, σκέφτηκε. Ο καθένας, σ’ αυτήν τη ζωή, οφείλει να επιτελέσει τον προσωπικό του άθλο. Για άλλον είναι η φτώχεια, για άλλον η μοναξιά, για το παιδί μου η αρρώστια, για μένα η φροντίδα του. Ίσως γι’ αυτό να ερχόμαστε εδώ. Μπορεί αυτό να ‘ναι τελικά το νόημα. Τι αξίζει εξ άλλου μια ζωή χωρίς κάποιο πάλεμα, έναν αγώνα, έστω και κάποια ήττα; Και γι’ αυτήν ακόμη προηγήθηκε μια μάχη. Κι αυτή άθλος είναι. Κι ύστερα, πάντα υπάρχει η επόμενη μέρα. Ίσως αυτή να κρύβει μια έκπληξη. Εξ άλλου στη ζωή όλα πάνε διπλά. Δεν μπορεί το δάκρυ, κάποια στιγμή, να μην το διαδέχεται το χαμόγελο.

Κοίταξε ξανά γύρω της με αγάπη. Και συμπόνεσε όλα αυτά τα κουρασμένα πρόσωπα. Και χάρηκε μέσα απ’ την ψυχή της για τα χαμογελαστά. Πόσο θα ήθελε να μιλήσει σε όλους, σε έναν προς έναν. Να πει δυο λόγια παρηγοριάς κι ελπίδας στους πρώτους, μια κουβέντα χαρούμενη στους δεύτερους. Όχι, δεν είμαι μόνη, σκέφτηκε. Είμαστε όλοι μαζί. Πιθανώς, ακόμη, να μην το αντιλαμβανόμαστε οι περισσότεροι, είναι όμως στο χέρι μας να το ανακαλύψουμε. Κι αυτό θα γίνει αν βιώσει, ο καθένας μας συνειδητά, το πρόβλημά του, παρατηρώντας ταυτόχρονα προσεκτικά και με ενδιαφέρον τους γύρω του. Και τότε, που ξέρεις, ίσως αρχίσουμε να δίνουμε κουράγιο ο ένας στον άλλο. Μπορεί, ακόμη, και να κατορθώσουμε να αλληλοβοηθηθούμε.

Τότε πρόσεξε εκείνον τον άνθρωπο. Δεν άργησε να καταλάβει. Απ’ τη μια τα μαύρα γυαλιά, από την άλλη το μπαστούνι στο χέρι κι ας ήταν τόσο νέος. Στεκόταν μπροστά στη διάβαση της λεωφόρου. Για μια στιγμή της έδωσε την εντύπωση ότι δίσταζε. Το λεπτοκαμωμένο του κορμί φάνηκε να ταλαντεύεται μπρος πίσω. Ήταν άραγε έτσι, ή ήθελε έτσι να το δει; Μήπως ζητούσε μια αφορμή; Δεν κάθισε να το σκεφτεί περισσότερο. Η αγάπη ξεχείλιζε από μέσα της, ζητώντας διέξοδο. Φλεγόταν από αγάπη. Πλησίασε τη διάβαση κρατώντας πάντα το παιδί και με αποφασιστικότητα έπιασε το χέρι του τυφλού. Στάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα σφίγγοντάς το απαλά, με στοργή, κι ύστερα ξεκίνησαν κι οι τρεις τους να διασχίσουν τον δρόμο.

Καθώς βάδιζε, μέσα της ξεπήδησε μια παρόρμηση. Κάτι σαν όνειρο, σαν μύθος προσωπικός. Να ‘χε, λέει, χέρια μεγάλα, τόσο μεγάλα, που να μπορεί να αγκαλιάσει όλους, μα όλους τους ανθρώπους. Να μην αφήσει έξω κανέναν. Να μην περισσέψει κανείς.

(Κώστας Μπούζας: 2023)