Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

Λόγοι Διδασκάλου

 


Σαν το μελίσσι συναγμένοι γύρω του, το νέκταρ ρούφαγαν αχόρταγα απ’ τα λόγια του. Μυσταγωγία θαυμαστή η μετάγγιση φωτός. Υπόθεση ολάκερης ζωής…

Δάσκαλε πες μας, κάποιος μες στο πλήθος ρώτησε, ποιό είναι το πολυπόθητο κλειδί της ευτυχίας, που όλοι ψάχνουμε να βρούμε; Τί ‘ναι αυτό που στην ψυχή δίνει φτερά;

Κι αυτός απάντησε: Την ευτυχία στα απλά τα πράγματα την βρίσκεις. Πρέπει να μάθεις το παρόν να ζεις. Σκέψου όσα έχεις, όχι αυτά που νομίζεις πως σου λείπουν. Αγνόησε τις σκέψεις τις αρνητικές. Νοιώσε ευτυχισμένος εκεί που βρίσκεσαι. Κάνε μέσα σε μια στιγμή φίλο σου τον άγνωστο, χαμογελώντας του. Χαιρέτησέ τον. Και κάτι ακόμη. Μάθε τις λεπτομέρειες των πραγμάτων γύρω να παρατηρείς. Θ’ ανακαλύψεις έτσι το εκπληκτικό μέσα στο συνηθισμένο.

Μα, κάποιος άλλος αντίρρηση του έφερε, ποιός κάτι τέτοιο άραγε μπορεί μέσα στα τόσα τα προβλήματα, μέσα στις τόσες ασχολίες τις σημαντικές κι επείγουσες, που τον χρόνο ολόκληρο του κλέβουν;

Του χαμογέλασε με καλοσύνη και με ερώτηση την ερώτηση ανταπέδωσε: Τι είναι πράγματι σημαντικό; Για κάθε τι που σου συμβαίνει σκέψου, θα έχει καμία σημασία αυτό σε ένα χρόνο; Όλα περνάνε. Κι ύστερα, όλα σου τα προβλήματα με άλλο μάτι προσπάθησε να δεις. Δες τα σαν ευκαιρίες μάθησης. Έτσι κι αλλιώς, πιο πολύ με ένα διαγώνισμα η ζωή φαίνεται να μοιάζει και όχι με κατάσταση επείγοντος περιστατικού. Κι έπειτα, τίποτε δεν είναι αληθινά επείγον. Την μέρα που θα φύγουμε απ’ αυτή την γη, θα μείνουν πίσω μας πράγματα ημιτελή να τα τελειώσουν οι άλλοι. Μια μονάχα επείγουσα υποχρέωση υπάρχει. Η αγάπη. Αυτή μονάχα δεν μπορεί αν περιμένει.

Όμως, τώρα πιο πολλοί αντέδρασαν, πώς την αγάπη μας μπορούμε να χαρίσουμε σε όσους μας πληγώνουν και μας αδικούν; Πώς κάτι τέτοιο είναι δυνατόν;

Το βλέμμα του έφερε ένα γύρο κι αποκρίθηκε: Σπουδάστε τους ανθρώπους. Διακρίνετε την αθωότητα. Συμφιλιωθείτε με την έλλειψη τελειότητας σ’ αυτούς. Και στο κάτω κάτω, αντί να έχετε δίκιο επιλέξτε να έχετε καλοσύνη. Κι αυτή πολλές φορές να ξέρετε πως είναι μεταδοτική. Και κάτι ακόμη. Η κακία και το μίσος στην καρδιά μας είναι σαν μια χιονοστιβάδα. Η οργή προσελκύει κι άλλη οργή. Όσο ακόμη είναι νωρίς, μόλις γεννιέται, πρέπει να μάθετε πώς να την σταματάτε.

Καθώς κανείς άλλος δεν μίλησε, απλώθηκε τριγύρω η σιωπή. Κι αυτός, αφού τους άφησε για λίγο ν’ αφουγκραστούν τον ήχο της, συμπλήρωσε δύο τελευταία λόγια: Γίνετε έτοιμοι να προσφέρετε στους γύρω σας αγάπη. Να είστε σίγουροι ότι την αξίζουν όσο ακριβώς κι εσείς. Και όταν σας κυκλώνει η μοναξιά, γράψτε ένα γράμμα όλο ζεστασιά κι ας μην υπάρχει αποδέκτης. Να θυμάστε ότι γίνεστε αυτό, πάνω στο οποίο ασκείστε περισσότερο. Και κάτι τελευταίο. Δεχτείτε στωικά το γεγονός, ότι δεν ξέρετε αυτό που θα συμβεί. Συμφιλιωθείτε με το ότι ο καθένας μας, εκτός από μέγας είναι και μικρός. Και σαν ο εγωισμός δεν σας αφήνει, σαν γιατρικό την ίδια σας την κηδεία φανταστείτε. Με όσες λεπτομέρειες αντέχετε. Και σαν το νοιώσετε πως την ζωή είστε έτοιμοι να αγαπήσετε, ζήστε την κάθε μέρα σαν να ‘ναι η τελευταία σας στη γη αυτή. Μπορεί εξάλλου και να είναι...

(K. Mπούζας: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ, 2008)

Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2021

Αθέατες της πόλης διαδρομές

 

Η πόλη δεν κοιμάται ποτέ. Την βρίσκεις συνεχώς μπροστά σου. Πλανεύτρα μάγισσα, λατρεύει να σου κεντρίζει τις αισθήσεις. Φιλάρεσκη σαν όλες τις γυναίκες, κάθε βράδυ φοράει τα καλά της. Τα φώτα, τα στολίδια της και πάντα το ίδιο φόρεμα. Το μαύρο του βελούδου. Είναι η ώρα που το απαλό το αεράκι, ο Ζέφυρος, σε σέρνει απ’ τη μύτη και σ’ οδηγεί κάτω εκεί στην προκυμαία. Να κουβεντιάσεις με το κύμα. Ο λόγος μυστικός και ακατάληπτος, ώσπου η μυσταγωγία τέλος παίρνει απ’ τα πυροτεχνήματα στο φάρο.

Η πόλη σου φωνάζει: Το βλέμμα στρέψε προς εμένα. Είμαι εδώ. Στο κάλεσμα της σαγηνεύτρας γόησσας, τι άλλο, υπακούς. Τα φώτα, φώτα πολύχρωμα από τα μπαρ, τις παμπ, τα καφέ, χορεύουνε σε ροκ ρυθμό, με έναν σκοπό μοναδικό. Να σε κερδίσουν.

Οι άνθρωποι, μελίσσι. Χιλιάδες οι ανάσες, οι ψυχές, οι προσδοκίες. Χιλιάδες και οι μοναξιές. Τα όνειρα εκείνα τα βουβά και τ’ ανεκπλήρωτα. Μα άλλα τόσα και αυτά που ακατάπαυστα γεννιούνται κάθε τόσο. Τόσα πολλά, που μάταια προσπαθούμε να τα βάλουμε σε τάξη. Μα τα κρατάμε όλα. Απόθεμα να έχουμε στις δύσκολες τις ώρες. Κι εσύ τι άλλο πια μπορείς να κάνεις, παρά να ταξιδέψεις. Περιηγητής των σύγχρονων καιρών. Γίνεσαι ένα με ψυχές, ήχους, εικόνες, χρώματα. Και αναδύεσαι, αισθαντικός όσο ποτέ, σε σύμπαντα παράλληλα. Χίλια σκιρτήματα ψυχών γίνονται χίλιοι νόμοι και των κορμιών το λίκνισμα αλάνθαστο σημάδι. Μάτια, χιλιάδες μάτια σε μετρούν χορεύοντας. Σειρήνες, της νύχτας υπηρέτριες πιστές. Ρούχα ακριβά, κοσμήματα, σκιά στα μάτια, αρώματα. Φτιαγμένο βάδισμα, μίνι καυτά, λόγια πολλά... Είναι μικρός ο σύγχρονος Θησέας και τούτος ο λαβύρινθος μεγάλος.

Η πόλη δεν ξεκουράζεται ποτέ. Ούτε κι η μέρα λύνει την σαγήνη. Είναι η ώρα που το φως του ήλιου δίνει γλύκα στις μορφές. Το μυστήριο διπλώνεται, υποχωρεί και δίνει την θέση του σε εικόνες απαστράπτουσες. Καθρέφτες τ’ ουρανού τα μάτια, μυριάδες ουράνια τόξα φυλακίζουν. Δεν έχουν άδικο αυτοί που λένε, ότι μονάχα στο άπλετο το φως το κάλλος βρίσκει την ύψιστη έκφρασή του.

Τεντώνουν τον λαιμό τους τα λουλούδια, ευλογημένης γύρης δέκτες. Παίρνει να κελαηδάει το πουλί μες στο κλουβί, καλώντας και τ’ άλλα να υμνήσουν την ζωή. Και το απαλό το θρόισμα των δέντρων κάτι λέει. Κάτι που ακούγεται στων πάρκων τις γωνιές, μα και εκεί που είναι στοιχισμένα. Και τα πουλιά τ’ αδέσποτα, οι αλήτες, το ακούν. Γι’ αυτό και σύντροφοί τους γίνονται αχώριστοι, πιστοί. Κι η χλόη ακόμη, η τόσο εύπιστη αντίκρυ στον αγέρα, κάτι θαρρείς πως μουρμουρίζει. Ως και οι γκρίζοι γίγαντες της πόλης, τα εκτρώματα τα δύσμορφα, γλυκαίνουν στο σύνθημα του ήλιου του αφέντη. Θα έλεγες πως τα υποχρεώνει κάποια γενική κατακραυγή. Το σκηνικό το εξαίσιο οι κοπέλες συμπληρώνουν. Λυγερόκορμες, γλυκές, αφόρητα όμορφες όλες τους, πάντοτε να βαδίζουν βιαστικά, τα βλέμματα τα γύρω ανιχνεύοντας. Τι θαυμαστό παιχνίδι της φύσης...

Η πόλη είναι μάννα φιλόστοργη. Γίνεται κόσμος για σένα. Αυτός που πόθησες στα πιο βαθιά όνειρά σου, αυτός που συνήθισες, αυτός που συμβιβάστηκες μαζί του. Ακόμα και γι’ αυτούς που διαφωνούν μαζί της προνοεί, δημιουργώντας τα λογής λογής περιθώριά της. Μια γειτονιά, ένας δρόμος, μια στοά, ένα στέκι, γίνονται όαση για τις αγνοούμενες ψυχές.

Πόλεις λοιπόν μέσα στην πόλη, ίσως παράλληλες. Πόλεις κάτω απ’ την πόλη, ίσως υποσυνείδητες. Πόλεις πάνω απ’ την πόλη, ίσως υπεραισθητές. Και η ανίχνευσή τους, μια πολεοδομία μεταφυσική, που ξεδιπλώνεται στους αόρατους χάρτες της ψυχής μας...


(K. Mπούζας: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ, 2008)

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2021

Ποιητικές διαδρομές με τους μεγάλους μας ποιητές

 



Χθες βράδυ είπα να διαβάσω λίγη ποίηση. Έτσι, για να μερώσουν λίγο τα σκοτάδια...

Και διάβασα για κείνους «όπου στην ζωή των ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες. Ποτέ από το χρέος μη κινούντες».

Γιατί «Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία». Μα κι αν αλήθεια είναι ότι «Οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε» και τούτη αλήθεια είναι: «Την Ρωμιοσύνη μην την κλαις». Κι αν τα σκοτάδια είναι πηχτά, πάντα θα υπάρχει μια ακτίνα για να μας βοηθήσει «Να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα». Γιατί «Άξιον εστι το φως και η πρώτη χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου». Και ο χαιρετισμός «Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά».

Και ο αγώνας, γιατί «Η φλόγα μένει, κατάκορφα σε στήθια και σε νού». Και η δόξα, γιατί «Έσφαλεν ο την δόξαν ονομάσας ματαίαν». Και ο Ύμνος, γιατί «Βαθειά η ατίμητη ψυχή χαιρόντανε τον Ύμνο». Και η Πατρίδα, γιατί «Οι στίχοι στην πατρίδα μου είνε καθάριο μέλι».

Εχθές, με βρήκε αργά η νύχτα να διαβάζω ποίηση... Καβάφη, Κάλβο, Ρίτσο, Σεφέρη, Ελύτη, Σολωμό, Βάρναλη και Σικελιανό και Παλαμά και άλλους. Να, έτσι, για να μερώσουν λίγο τα σκοτάδια.

(Κώστας Μπούζας, 2021)

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2021

Μουσικές Περιπλανήσεις με Χατζιδάκη και Θεοδωράκη



Χθες βράδυ είπα να ακούσω λίγη μουσική. Να, έτσι, για να μερώσουν λίγο τα σκοτάδια.

Κι άφησα τον Χατζιδάκη να με οδηγήσει στην Οδό ονείρων του. Και να με ξεναγήσει Στις γειτονιές του φεγγαριού. Κι αυτός μου είπε ένα Παραμύθι χωρίς όνομα. Μου μίλησε για Μια μικρή λευκή αχιβάδα και για τις Πασχαλιές μέσα απ’ τη νεκρή γη. Και δάκρυσα με τα Χαμένα όνειρα και με την Ερημιά του. Με συνεπήρε η Μυθολογία του. Και κάπου εκεί, στο τέλος της περιπλάνησής μας, έσκυψε και χάραξε στον δρόμο με μια κιμωλία έναν κύκλο. Ο κύκλος με την κιμωλία, μου ’πε, είναι σαν να κλείνει μέσα του όλα όσα αγαπώ.

Κι άφησα τον Θεοδωράκη να μου διηγηθεί για την Μνήμη της πέτρας και τον Αρχαίο άνεμο. Και να με ταξιδέψει σε Μια θάλασσα γεμάτη μουσική. Κι επισκέφθηκα τις Μικρές Κυκλάδες, κάτασπρα βότσαλα, στο πέλαγο ριγμένα. Με λούσανε Θαλασσινά φεγγάρια, με πύρωσε Το πρόσωπο του ήλιου. Ύστερα, ούριες Μπαλάντες του στον ουρανό με ύψωσαν και με οδήγησαν μακριά, στις αρχαίες Αρκαδίες, σε βράχια ανεμόδαρτα επάνω φυτεμένες. Και κάπου εκεί, στο τέλος της περιπλάνησής μας, σιγομουρμούρισε έναν Επιτάφιο για όλα όσα χάθηκαν κι ήταν να μην χαθούν. Κι ύστερα, με την γνωστή στεντόρεια φωνή του, Πνευματικό εμβατήριο έψαλε. Για την πολύπαθη την Ρωμιοσύνη και για το Άξιον εστί.

Χθες, με βρήκε αργά η νύχτα να ακούω μουσική. Να, έτσι, για να μερώσουν λίγο τα σκοτάδια.

(Κώστας Μπούζας: 2021)

Σάββατο 28 Αυγούστου 2021

Λαογραφικά του Σεπτεμβρίου

Τον ονόμασαν και Σπορτιάτη και Τρυγητή και Τρυγομηνά και Τρύγο και Πετιμεζά και Πρωτοβρόχια και Ορυκτολόγο και Χινόπωρο κι Αγιονικήτα και Σταυριάτη. 

Δεν είναι άλλος από τον Σεπτέμβριο που σηματοδοτεί την αρχή του Φθινοπώρου, της εποχής δηλαδή που φθίνουν οι οπώρες. Ταυτόχρονα αποτελεί χρονικό ορόσημο της εξόδου από την ραστώνη του καλοκαιριού και του νέου ξεκινήματος. Για το λόγο αυτό οι αρχαίοι Μακεδόνες γιόρταζαν την αρχή του έτους τον μήνα Δίο (Σεπτέμβριος - Οκτώβριος). Αργότερα, το 312 μ.Χ., ο Μ. Κωνσταντίνος όρισε την πρώτη Σεπτεμβρίου ως αρχή του Εκκλησιαστικού έτους. Αλλά κι η νεότερη λαϊκή παράδοση την ονόμασε Αρχιχρονιά αλλά και Πρωτοσταυριά.

Πολλά είναι τα έθιμα που συνδέονται με την πρώτη μέρα του μήνα. Στις γεωργικές περιοχές κουβαλούν στην Εκκλησία σακουλάκια με σπόρους ή φρούτα, για να διαβαστούν με ευχή για την αφθονία. Στα νησιά πηγαίνουν στην παραλία, χύνουν όσο νερό έχουν στο σπίτι και φέρνουν καινούργιο, μαζί με σαράντα βότσαλα που τα βάζουν στα μπαούλα για να μην φάει ο σκόρος τα ρούχα. Άλλοι πάλι σπάνε στο κατώφλι τους ένα ρόδι, τυλιγμένο με βασιλικό. Παραδέχονται ότι τη μέρα αυτή «κλειδώνει ο χρόνος», γι’ αυτό και δεν δουλεύουν. Σε πολλά μέρη, οι ζευγάδες κάνουν αγιασμό και ξεχωρίζουν τον σπόρο τους κι αλλού κρεμούν κυδώνια και μήλα.

Δεν πρέπει βέβαια κοντά στα άλλα να λησμονηθεί και το ότι ο Σεπτέμβριος είναι ο αγαπημένος μήνας των ποιητών, που, συμπάσχοντας θαρρείς με τη φύση, τραγουδούν τις αλλαγές της, τα νέα της χρώματα, μια άλλη ομορφιά.

(K. Mπούζας: ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ, 2009)

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2021

Προσωνύμια της Θεοτόκου

Στην Μεγάλη Κυρία έχουν αποδοθεί συνολικά, περίπου χίλια τετρακόσια προσωνύμια:

Είναι η Αγάπη. Η Αγγελόκτιστος. Η Αγία Σκέπη. Η Αέναος Κρήνη. Η Αειπάρθενος. Η Αθάνατος Πηγή. Η Αδιάβατος Θάλασσα. Η Ακήρατος. Η Ακτίς Νοητού Ηλίου. Το Αμάραντον Κρίνον. Η Αμόλυντος Περιστερά. Η Άνασσα. Η Ανέγερσις Χαράς. Η Ανόρθωσις. Η Αντίδοσις. Η Αποθεωθείσα. Η Απροσμάχητος. Η Αυγή Μυστικής Ημέρας. Η Αχειροποίητος. Η Άϋλος. Η Άχραντος.

Η Βοηθούσα. Η Γαλήνιος. Η Δακρυρροούσα. Η Δέσποινα. Η Δόξα. Η Δυνατή. Η Δωδεκάτειχος Πόλις. Η Εγγυήτρια. Η Εκλεκτή. Η Ελαία. Το Εγκώμιον Κόσμου. Η Ελεούσα. Η Ελπίς. Η Έμψυχος Άμπελος. Η Ένθεος Πηγή. Η Ευδοκία Θεού. Η Εύκαρπος Χώρα. Η Ευγενής. Η Ευλογημένη. Το Εύοσμον Ρόδον. Η Ζεφύριος Αύρα. Η Ζωοδόχος Πηγή. Το Ήδιστον Έαρ. Η Ηλιόμορφος. Η Ηλιότοκος.


Το Θαύμα Θαυμάτων. Το Θείον Σκήνωμα. Η Θεία Χαρμονή. Η Θερμή Πρεσβεία. Η Θύρα Θεϊκής Ακτίνος. Η Ιερά. Η Ισχυρά. Η Καλή. Η Κασσιόπεια. Η Καταφυγή Θεού. Η Κεχαριτωμένη. Η Κρατίστη. Η Κρήνη. Η Κρύπτη. Η Κυρά των Ουρανών και των Αγγέλων. Η Λαμπάδα Ηλίου. Η Λαμπρή Σελήνη. Η Λαοδηγήτρια. Η Λυχνία Χρυσή. Η Μεγαλόχαρη. Η Μυστική Ημέρα. Η Μυροφόρα. Η Νεφέλη Φωτός. Η Νύμφη. Η Νοερά. Η Ξανθή. Η Ξενία.

Η Οσία. Η Ουρανία. Η Υψηλοτέρα των Ουρανών. Η Παναγία. Η Πάνσεπτη. Η Πάνσοφος. Η Πάναγνος. Η Πανύμνητος. Η Παρηγορία. Η Πλατυτέρα. Η Πρωϊνή Δρόσος. Η Ροδινή. Η Σκέπη. Η Στρατηγός. Η Σωτηρία του Κόσμου. Η Τρανή. Η Τροπαιούχος. Η Υπέρμαχος. Η Υψίστη. Η Φανερωμένη. Η Φιλτάτη. Η Χαρά. Η Χρυσομαλλούσα. Η Ψυχοσώστρια. Η Ωραία. Η Ωδή..

(K. Mπούζας: ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ, 2009)

Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

ΙΠΠΕΙΣ ΚΥΜΑΤΩΝ

Είμαι σε θέση τώρα να γνωρίζω την αλήθεια.
Πίσω μας έχουν μείνει έτη συναπτά
που τα ξοδέψαμε σε λύπησες και πλάνες.
Αχ το μυαλό του ανθρώπου, προσπερνάει τα καλά
και τα στραβά λογάται κάθε τόσο.

Έτσι είναι αδελφέ συνταξιδιώτη.
Και είναι κρίμα που, προδομένοι απ΄ τη ζάλη
και αλωμένοι απ΄ του επιούσιου τη βιοπάλη,
δεν καταλάβαμε οι ανόητοι,
ότι δεν ήμασταν, σαν νοιώθαμε, μοναχικοί,
μα κι ούτε καν καθώς νομίζαμε πεζοί.

Είμαστε αδερφέ συνταξιδιώτη
κι ας τρέμω τώρα που τα ομολογώ,
καθώς τον θρύλο μπόρεσα να αγγίξω, ιππείς κυμάτων.
Θαλασσογεννημένων, ουρανοστεφανομένων
ατίθασων κυμάτων, που επελαύνουν
για τότε, για σήμερα, για πάντα.

 Κι εμείς μικροί μέσα σ’ αυτό
που δεν γνωρίσαμε ποτέ για μεγαλείο μας,
τα πόδια σφίγγουμε χτυπώντας τα πλευρά τους,
τους χαλινούς γερά κρατούμε
-κοίτα τα χέρια σου τα ματωμένα-
και με κοφτές ανάσες εκβιάζουμε
την  ολόλευκή τους χαίτη.

Κι αυτά, άλλοτε γκρίζα, άλλοτε πρασινωπά, 
μα πάντα απειλητικά για μας 
που επιλέξαμε να είμαστε μικροί,
δεν παύουν να ΄ναι κύματα.
Κι άλλοτε με βρυχηθμό ανείπωτο να ορμούνε
στον πατέρα ουρανό, αγγίζοντας το στέμμα
κι ύστερα πάλι να διπλώνονται νωχελικά
στην αγκαλιά της μάνας θάλασσας, την πιο μεγάλη.

Κι εμείς μικρέ ανόητε, συνταξιδιώτη αδελφέ μου,
δεν είδαμε στο μεγαλείο της ανόδου παρά έπαρση,
στην αναβάπτιση σ’ αυτό που αποτελεί αφετηρία, απαξία.
Κι όταν ακόμα, την άγια αυτή στιγμή της αναδίπλωσης,
το βλέμμα στρέψαμε, τι τραγικό, μονάχα βράχους είδαμε.    
Τα μάτια μας, τα τυφλωμένα απ΄ τα φώτα τα πλαστά,
δεν μπόρεσαν, κάποιες μικρές σταγόνες
που αντιφέγγιζαν στου βράχου τις αιχμές να διακρίνουν.

Και τα κύματα έρχονται και πάνε τραγουδώντας
κι από κοντά κι οι αγνοούμενες ψυχές θρηνώντας,
Γιατί ποτέ, τι κρίμα δεν κατάλαβαν.
Αδερφέ μου αλήθεια δεν κατάλαβαν 
την ευλογία την ασύλληπτη,
καθώς ιππείς κυμάτων αξιώθηκαν να είναι.

(Κ. Μπούζας: ΤΟ ΕΝ ΤΟ ΠΑΝ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟΝ, 2002)

Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

Ο Χριστός ξανασταυρώνεται



Τσακισμένος καθώς ήταν απ’ την πολύωρη δουλειά δεν τον κρατούσαν τα πόδια του κι έγειρε να ξαποστάσει για λίγο στον καναπέ του σαλονιού. Είχε ακόμη αρκετή ώρα ως την περιφορά του Επιταφίου. Όχι ότι έβρισκε κάποιο ιδιαίτερο νόημα στο να ακολουθήσει και φέτος την πομπή. Το έβλεπε πιο πολύ σαν μια όμορφη συνήθεια, ενταγμένη στο τυπικό της θρησκείας, τίποτε όμως περισσότερο. Βέβαια για μια ακόμα φορά θα έκανε το χατίρι της γυναίκας και των παιδιών του. Άξιζαν στο κάτω κάτω να τους αφιερώσει λίγη ακόμη κούραση.

Όχι, δεν ήταν άθεος ο Θωμάς. Βαθιά μέσα του δεχόταν την ύπαρξη του Θεού κι όχι σπάνια απευθυνόταν σ’ Αυτόν τις δύσκολες στιγμές. Και ένοιωθε πως το καλό αποτελεί μονόδρομο και χρέος. Απλά ήταν ένας άνθρωπος των σύγχρονων καιρών, σαν όλους μας. Πολύ κουρασμένος απ’ όλα αυτά που έπρεπε να φροντίσει, πολύ συγχυσμένος από όλα αυτά που έπρεπε να βλέπει και να ακούει καθημερινά. Και τελικά αμφισβητίας ή και αρνητικός ακόμη, απέναντι σε κάθε τι που ξέφευγε απ’ ότι του είχαν μάθει πως είναι η ζωή.

Η τηλεόραση είχε μια εκπομπή σχετική με την ημέρα. Μεγάλη Παρασκευή σκέφτηκε και θυμήθηκε τον εαυτό του, μικρό παιδάκι στο χωριό, στην κεντρική πλατεία. Κι η αγωνία του μην στάξει το κερί στην καθαρή του μπλούζα. Και μην το αεράκι που σηκώθηκε σβήσει την αδύναμη φλογίτσα. Και το άρωμα των λουλουδιών από τον Επιτάφιο. Αμέτρητες οι μοσχοβολιές. Όσες και τα χρώματα ακριβώς. Χιλιάδες χρώματα, έτσι τα έβλεπε με τα μάτια που ‘χε τότε. Και πιο ύστερα: Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, που έδυ σου το κάλλος; Τότε... Σήμερα όμως; Ποιο άραγε το νόημα;

Δεν το κατάλαβε πότε ακριβώς αποκοιμήθηκε. Για την ακρίβεια δεν το αντιλήφθηκε καν ότι αποκοιμήθηκε. Το συμπέρανε όμως -το μυαλό του συνέχιζε να δουλεύει σαν ξύπνιο- απ’ αυτό που έβλεπε μπροστά του και που το δίχως άλλο ήταν όνειρο. Και ήταν μια εικόνα παγωμένη, λες και το πάτημα κάποιου αόρατου κουμπιού είχε ακινητοποιήσει τα πάντα στην μετέωρη στάση τους. Κι είδε εκρήξεις και χαλάσματα, μα και κορμιά να σφαδάζουν μ’ αγωνία ανάμεσα στα ερείπια, κάτω απ’ το ασήκωτο βάρος. Σύννεφο η σκόνη και κραυγές κοφτές, πνιχτές και αίμα. Πόσο αίμα... Και μια παγωνιά θανάτου να εισβάλει απ’ τις νευρικές απολήξεις στα μουδιασμένα δάχτυλα, να διατρέχει την κάθε ραχοκοκαλιά ξεχωριστά και τελικά να θρονιάζεται σε πρόσωπα άναυδα, με δέρμα τόσο τεντωμένο, λες και προσπάθησαν να τινάξουν από πάνω τους, την ύστατη στιγμή, την ανείπωτη φρίκη. Και η ανάσα όλο και πιο δύσκολη, σαν ρόγχος. Κι ο τρόμος, άγριο θεριό, τα σωθικά να του δαγκώνει. Και το στήθος του να καίει. Ήταν και ο ίδιος πληγωμένος;...

Τότε ήταν που άκουσε για πρώτη φορά, μέσα στο νου του, εκείνη την βροντερή φωνή. Και λες κι έβγαινε από τον ίδιο, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν ήτανε δική του. Σίγουρα άλλος ήτανε και του μιλούσε: αυτή είναι η Βαγδάτη. Εδώ σταυρώθηκε εφέτος ο Χριστός.

Και είδε άμμο της ερήμου και σφιγμένα πρόσωπα. Κι αισθάνθηκε πείνα αφόρητη και αντιλήφθηκε ότι ένοιωθε όσα νοιώθουν. Κι είδε παιδιά σκελετωμένα, να πίνουν βρώμικο νερό από λασπόνερα, δίπλα δίπλα με τα ζώα. Κι είδε μαννάδες να κλαίνε βουβά, κρυφά πίσω από μαντήλες. Κι είδε κι εκείνο το παιδί. Με δέρμα από έβενο και μάτια που άστραφταν σαν πολύτιμα πετράδια. Κι η λάμψη τους να χάνεται λίγο λίγο, μέχρι να σβήσει τελικά. Και το κεφαλάκι του να γέρνει τότε άψυχο, στης μάνας του την τρυφερή αγκαλιά.

Αρκούσανε τα αποφάγια σας. Πολιτισμένοι..., ακούστηκε και πάλι η φωνή. Εδώ είναι το Σουδάν. Κι εδώ σταυρώθηκε εφέτος ο Χριστός.

Και οι εικόνες άρχισαν να αλλάζουν με ταχύτητα. Κι είδε παιδιά, επίτηδες ακρωτηριασμένα, να ζητιανεύουν στην Ινδία. Κι είδε ανήλικα κορίτσια, ακόμα και παιδιά, να εκδίδονται ομαδικά στην Ταϊλάνδη. Κι είδε ανθρώπους να πουλάν τα όργανα του σώματός τους, τα χρόνια τους, την ίδια τη ζωή τους, στο Πακιστάν. Κι είδε τους σκλάβους των σύγχρονων καιρών, ολάκερες καραβιές, να φορτώνονται απ’ τους δουλεμπόρους στα λιμάνια της Τουρκίας. Κι εδώ σταυρώθηκε εφέτος ο Χριστός. Κι εδώ... κι εδώ... κι εδώ...

Στην εικόνα την τελευταία που είδε πριν ξυπνήσει, θυμάται καθαρά μια εκκλησούλα φτωχική και μες στο σκοτάδι, κρυφά, τον Επιτάφιο να στολίζουν. Ευλαβικά και αθόρυβα. Και τα παιδιά να αφήνουν τα ταπεινά τους λουλουδάκια, λουλούδια του αγρού. Κι απ’ τα καντήλια το χλωμό το φως στους πέτρινους απάνω τοίχους να τρεμοπαίζει και να σταματάει εκεί, στα κλειστά παραθυρόφυλλα.

Και για μια φορά ακόμη, την τελευταία, αντήχησε η φωνή αυτή η βροντερή: Όσο σκλαβιά θα υπάρχει, όσο ο άνθρωπος θα στερεί από τον άνθρωπο αυτό που χάρισε απλόχερα ο Θεός, θα συνεχίσει να σταυρώνεται ο Χριστός. Σ’ όλη τη γη, σ’ όλους τους χρόνους.

Η εκπομπή στην τηλεόραση τελείωσε με την εικόνα ακριβώς αυτή. Εορτασμός των ημερών της Εβδομάδας της Μεγάλης τα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς. Ακολουθούσαν τα εγκώμια: Η ζωή εν τάφω κατετέθης Χριστέ και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσιν την σην. Κι ο Θωμάς, ξύπνιος πια, ρουφούσε αχόρταγα μία μία τις λέξεις κι άφηνε επί τέλους να κυλήσει βαθιά μέσα του η μελωδία: Η ζωή εν τάφω κατετέθης Χριστέ και θανάτω σου τον θάνατον ώλεσας και επήγασας τω κόσμω την ζωήν. Κι ο Θωμάς, ένας άλλος Θωμάς, κάτι άλλο προσπαθούσε πλέον να ακούσει. Κάτι άλλο πάσχιζε να πει...


(K. Mπούζας: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ, 2008)

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2021

ΑΝΘΡΩΠΟΙ



















Τους εαυτούς μας ονομάσαμε ανθρώπους.
Παλέψαμε σκληρά με τα φαντάσματά μας.
Χτίσαμε, μέρα με τη μέρα, την ελπίδα.
Στις ήττες μας σταθήκαμε γενναίοι.
Στις νίκες, μεγαλόκαρδοι.
Δεν αδικήσαμε αυτόν που δεν μπορούσε.
Την δύναμή μας δεν εξαργυρώσαμε
σ΄ ανταλλακτήρια φτηνά.
Σαν είχαμε, προσφέραμε.
Κι όταν την χάσαμε, σώσαμε ένα χαμόγελο,
για να ξορκίσουμε τους δίσεκτους καιρούς.
Το φως κρατήσαμε σαν  εύθραυστη αξία.
Σταθήκαμε με δέος και με προσοχή
μπροστά στο Υπερούσιο.
Δεχτήκαμε το Χρέος.
Ζήσαμε με Τιμή.
Πράξαμε με Αγάπη.
Είμαστε οι Άνθρωποι.

(Κ. Μπούζας: 2011)