Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

Ο εφιάλτης

Δόξα τω Θεώ δεν ήταν παρά μόνο ένας εφιάλτης. 

Και στέκονταν, λέει, αριστερά μου όλοι οι νεκροί του παρελθόντος και με κοίταζαν αυστηρά. Μ’ ένα βουβό παράπονο, συνάμα και μ’ οργή. Και, αν και δε μιλούσαν, θαρρείς και καταλάβαινα τις σκέψεις τους: Με ποιο δικαίωμα; Δεν είμαστε τάχα συμμέτοχοι κι εμείς σε τούτη την πατρίδα; Κανείς από μας δεν δέχτηκε να υπογράψει για να εκχωρήσετε. Εμείς την υπογραφή μας την βάλαμε με αίμα, όταν έπρεπε. Προσέξτε το ανάθεμα. Είναι βαριά του αίματος η κατάρα.

Και στέκονταν, λέει, δεξιά μου του μέλλοντος όλοι οι αγέννητοι και με κοίταζαν μ’ απορία. Αμίλητοι, με πρόσωπα ανέκφραστα. Εγώ όμως ένοιωθα βαθειά μες στην ψυχή μου τις φωνές τους: Ποιος σας εξουσιοδότησε να μιλήσετε για μας; Μήπως εμείς δεν έχουμε μερίδιο σε τούτη την πατρίδα; Και με ποιο δικαίωμα σκοπεύετε να μας στερήσετε αυτό, που άλλοι κληροδότησαν σε σας με χίλιες δυο θυσίες; Προσέξτε το ανάθεμα. Είναι βαριά των αιώνων η κατάρα.

Ξύπνησα τρομαγμένος, με το βιβλίο της Ιστορίας της Μακεδονίας στα χέρια, ανοιχτό στην σελίδα που διάβαζα προτού με πάρει ο ύπνος. Το δάχτυλο μου σημάδευε ακόμη την τελευταία φράση. Ήταν ο λόγος του Ποιητή: Κριτές θα μας δικάσουν, οι αγέννητοι, οι νεκροί.

(Κ. Μπούζας: ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ, 2009)