Σάββατο 19 Απριλίου 2025

Οι τρεις προσευχές

 



Ο γέροντας, εδώ και λίγη ώρα, παρέμενε αμίλητος και σκεφτικός. Ο άλλος, απέναντί του, όρθιος, περίμενε μ’ αδημονία την απάντησή του. Το ερώτημά του, ή μάλλον καλύτερα το αίτημά του ήταν τρεις προσευχές. Ζητούσε από τον γέροντα να του υποδείξει τρεις προσευχές, μία για το κάθε πρόσωπο της Αγίας Τριάδας.

Θα πίστευε κάποιος, ότι κάτι τέτοιο δε θα παρουσίαζε και σοβαρή δυσκολία για έναν μοναχό, που είχε αφιερώσει στον Θεό σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του. Σαν σοφός όμως που ήταν ήξερε, πως έπρεπε οι προσευχές αυτές να αντιπροσωπεύουν τον επισκέπτη του, να μιλούν στην καρδιά του. Μόνο έτσι θα τις αγαπούσε και δε θα τις αποχωριζόταν ποτέ.

Η επιλογή στάθηκε τελικά πιο εύκολη, απ’ όσο τουλάχιστον του φάνηκε στην αρχή. Μ’ ένα συγκρατημένο χαμόγελο, γυρίζοντας προς το μέρος του, τον ρώτησε: “Ποια προσευχή ξέρεις εσύ;”. Άμεση ήρθε η απάντηση: “Το Πάτερ ημών. Αυτό λέγαμε κάθε μέρα στο σχολείο. Απ’ έξω το είχα μάθει, όπως και όλα τα παιδιά. Και καθώς το θυμήθηκα, τώρα δα, έφερα στον νου μου εκείνα τα ευτυχισμένα χρόνια, τα παιδικά. Τότε που φτερούγιζε η ψυχή από χαρά. Ερχόταν, θυμάμαι, η προσευχή, νωρίς το πρωί, στη σχολική παράταξη, για να σηματοδοτήσει την αρχή μιας ακόμη νέας μέρας. Μιας μέρας που περιμέναμε μ’ ανυπομονησία, για όλα όσα απλόχερα είχε να μας προσφέρει. Κι έτσι όπως τη συνδυάσαμε με τις ευτυχισμένες μας στιγμές, την αγαπήσαμε. Πολλές φορές, μάλιστα, τη λέγαμε και μόνοι. Είχαμε μάθει και την εξήγησή της”. Ο καλόγερος χαμογέλασε μ’ ένα ύφος κατανόησης. “Αυτή, λοιπόν, θα είναι η προσευχή σου για τον Πατέρα” του είπε.

Χωρίς να πάρει τα μάτια του απ’ τον προσκυνητή, έτσι, σαν να κουβεντιάζει, χωρίς εκείνος να αντιληφθεί τον σκοπό του, τον ξαναρώτησε: “Μήπως, στ’ αλήθεια, θυμάσαι τη μάνα σου, να λέει κάποια προσευχή;”. Καθώς ήταν βαθύς γνώστης της ψυχής, ήθελε να επενδύσει στη ζεστασιά της ανάμνησης παλιών, αγαπημένων του στιγμών. Και ποιες θα μπορούσαν να είναι αυτές, αν όχι εκείνες με τη μητέρα; Η αντίδραση του άλλου υπήρξε άμεση: “Σαν να τη βλέπω μπροστά μου”, ξεκίνησε να λέει με συγκινημένη φωνή. “Σε κάθε δυσκολία, λύπη, ή πρόβλημα, να λέει τα ίδια πάντα λόγια: Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με. Πολλές φορές, μάλιστα, τα έλεγε χωρίς κάποια προφανή αιτία. Ίσως προκαταβολικά, για κάποιους φόβους που είχε. Δεν ξέρω”. “Ήδη θα το κατάλαβες, προτού σου το πω”, πήρε τον λόγο ο καλόγερος. “Αυτή, η ευχή όπως τη λέμε, θα είναι η δεύτερη προσευχή σου, που θα απευθύνεται στον Υιό. Για να ζητάς την προστασία Του, μα και για να θυμάσαι, λέγοντάς την, τη μάνα σου και να γλυκαίνεται έτσι η καρδιά σου”.

Χωρίς να διακόψει καθόλου, συνέχισε: “Σίγουρα θα πρέπει να θυμάσαι, από το σχολείο, μία ακόμη προσευχή. Αυτήν που απευθύνεται στο Άγιο Πνεύμα, για να φτάσουμε έτσι και στο τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας. Δεν είναι άλλη από το Βασιλεύ Ουράνιε. Είναι τόσο περιεκτική και εμπνευσμένη. Αποτελεί ύμνο και παράκληση μαζί. Και βέβαια δε θα έλεγα κάτι καινούριο, αν πρόσθετα ότι διαθέτει μια έντονη επιβλητικότητα, αλλά και υποβλητικότητα, και διακρίνεται από ένα εξαιρετικό ποιητικό ύφος. Δοκίμασε να την απαγγείλεις μερικές φορές, και τότε θα τα νοιώσεις όλα αυτά που σου είπα. Σιγά σιγά, θ’ αρχίσεις να αισθάνεσαι κι ακόμη περισσότερα. Να, κάτι σαν μια ζεστασιά, σαν ζωντάνια να σε κατακλύζει. Κι έτσι θα την αγαπήσεις κι αυτήν, όπως και τις άλλες. Αυτή θα είναι και η τρίτη προσευχή σου, για το Άγιο Πνεύμα”.

Έμειναν, για λίγο, και οι δυο τους σιωπηλοί. Ύστερα, ο γέροντας του έβαλε στο χέρι έναν σταυρό και ένα κομποσκοίνι για την ευχή, όπως του είπε. Καθώς εκείνος έφευγε, τον ξεπροβόδισε με δύο τελευταία λόγια: “Τώρα έχεις και τις τρεις προσευχές σου. Έχεις, λοιπόν, έναν θησαυρό ολόκληρο, μην το ξεχνάς ποτέ αυτό. Γιατί η προσευχή είναι είναι το εξαιρετικό προνόμιο του ανθρώπου, να απευθύνεται προσωπικά στον Θεό”.

(Κώστας Μπούζας, 2025)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου