Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ (Α΄)


Κανένας πλέον δεν ακούει
γιατί στον νου του έχει όσα πρόκειται να πει. 



Στα μάτια μας, σημαντικό κι ανούσιο
ίση αξία αποκτήσαν κι ίδιο μερίδιο ζητήσαν. 


Στόχος πια δεν υπάρχει για κανέναν
αφού δεν ονειρεύεται κανείς. 


Χρόνος πλέον για τίποτε δεν μένει
γιατί πληθύναν οι κενές οι ώρες. 


Στην εποχή που πλούσια αμείβεται η προσπάθεια
οι νικητές σπανίζουν. 


Στην εποχή που ο πολιτισμός γίνεται μέσον προβολής
οι αληθινά πολιτισμένοι αγνοούνται. 


Αφού σαν τέχνη ορίστηκε η λάμψη
τα σκοτεινά τα φώτα γύρω μας χορεύουν.


Στην εποχή που η προσφορά γίνεται τρόπος προβολής
η ανθρωπιά στο εδώλιο στέκεται κι απολογείται. 


Η ίδια η ζωή μας έγινε
εμπορική αξία – η απαξία -. 


Δεν ζούμε καν. Επιβιώνουμε με δόσεις.
Τελούμε πάντα υπό κάποια προθεσμία. 


Διαρκώς και σε τιμή ευκαιρίας εκποιούμε
τα θλιβερά υπόλοιπα των όποιων υπαρχόντων της καρδιάς μας. 


Εξαγοράζουμε πανάκριβα μικρές οάσεις τεχνητές
σαν κάψουλες ατομικές στο χάος της αβύσσου. 


Την κάθε πόλη μας την χτίσαμε με την ζωή μας οδηγό.
Εικόνα της απελπισίας μας κι ομοίωση του πόνου. 


Φοβόμαστε το πρόσωπο του άλλου ανθρώπου
μήπως την ίδια την απόγνωσή μας συναντήσουμε εκεί. 


Ότι φοβόμαστε το αποφεύγουμε.
Και όταν δεν μπορούμε το μισούμε. 


Στις μάχες μας νικήσαμε.
Τα δέντρα εξοντώσαμε. 


Το λίγο πράσινο που έμεινε αντιπαθήσαμε
γιατί μας θύμιζε, τι χάσαμε ως τώρα. 


Τους γέρους τους περιφρονήσαμε
γιατί μας θύμιζαν τις τρυφερές μας μέρες. 


Και τα παιδιά μας τ’ απορρίψαμε ακόμη
γιατί δεν είχαμε να τους προσφέρουμε ελπίδα. 


Κρυφτήκαμε κι από τον ίδιο τον εαυτό μας
γιατί του είχαμε σκοτώσει την ψυχή. 


Ακόμη και βαθιά στην δυστοπία
τα οράματα δεν είναι ουτοπία. 


Όποιος δεν βάζει στόχο το ιδανικό
δεν θα πετύχει το ανέλπιστο. 


Όποιος δεν μάθει να κοιτάζει
δεν πρόκειται τα χρώματα να δει. 


Όποιος δεν μάθει να ακούει
δεν πρόκειται να τον αγγίξει η μουσική. 


Όποιος δεν μάθει να στοχάζεται
δεν πρόκειται να νοιώσει αυτές τις σκέψεις.



(Κ. Μπούζας : Γήινα Δάκρυα Ορόσημα Ψυχής, 2014)

Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ ΔΡΟΜΟΙ





         

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 















Παράλληλοι δρόμοι

Μην το πειράξεις τ' όνειρο,
γιατί είναι τόσο εύθραυστο,
αφού το φτιάχνει το μυαλό,
καθώς χορεύει παίζοντας.
Θα ‘ναι μεγάλο το κακό που έχεις κάνει.

Μην το πειράξεις τ' όνειρο,
γιατί είναι το ιδεατό
κι άμα θα λείψει ξαφνικά,
δεν θα υπάρχουν είδωλα.
Θα ‘ναι μεγάλο το κακό που έχεις κάνει.


         *
Πρώτο   σταυροδρόμι
 
Το είδωλο


...Το ξέρω, φέρνει παγωνιά η ανάσα των ανθρώπων
και θλίψη το χαμόγελο τόσο σοφά στημένο,
πάνω σ' αυτά τα εύπλαστα του θεάτρου προσωπεία...




ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Έστεκες κάπου εκεί χαμένος μες τον άνεμο.
Και ξάφνου αντίκρισες μπροστά σου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
Τόκοψες με χέρια πούτρεμαν απ' την ελπίδα
και το φύτεψες μες στην καρδιά σου για να ζήσει.
Κι αυτό μαράθηκε. Δε βρήκε τη δροσιά που ήθελε ν' ανθίσει.

Και η βροχή σε βρήκε πάλι μόνο.
Μα πήρες κουράγιο, μια μάχη είπες χάθηκε, μια μάχη μόνο.
Ο πόλεμος βαστά ακόμα.

Και μάζεψες λουλούδια μυρωμένα από ανθισμένα λιβάδια
κι έφτιαξες το είδωλο της άνοιξης.
Τόστησες μέσα στη ψυχή σου πορτραίτο νίκης,
ενάντια στις αδυσώπητες δυνάμεις αλλοτρίωσης και θλίψης.
Κι αυτό γκρεμίστηκε μπροστά στης κάθε πίκρας την επιταγή,
πικρής ανάγκης όνειρο βάστηξε μια στιγμή.

Και η βροχή σε βρήκε πάλι μόνο.
Μα πήρες κουράγιο, μια μάχη είπες χάθηκε, μια μάχη μόνο.
Ο πόλεμος βαστά ακόμα.

Φυλάκισες δυο αηδόνια μες' το είναι σου,
να μάθεις έτσι να μιλάς, να τραγουδάς γι' αγάπη.
Μα οι τραγουδιστές σου πέθαναν κι αυτοί στην άνιση τη μάχη
που έδωσαν με του χειμώνα τη σκληρή πνοή.

Και η βροχή σε βρήκε πάλι μόνο.
Μια μάχη είπες χάθηκε, μια μάχη μόνο.
Μα απ' το νερό της θέλησης ένοιωσες
να ‘ναι διψασμένο το δικό σου στόμα.
Κι ο πόλεμος αυτός που λέγεται ζωή βαστά ακόμα.


  ΕΝΑ  ΑΣΤΕΡΙ                                    
                                                                                   
Θάθελα νάχα ένα αστέρι μέσα στα πολλά.
Δε ζήτησα μες' της νυχτιάς τη συλλογή το πιο λαμπρό,
γιατί τ' αστέρι το λαμπρό, τα μάτια μη τυχόν φοβάμαι μου θαμπώσει,
τα μάτια μου που στου χειμώνα τη μουντή βροχή λησμόνησαν το φώς.
Αρκεί να φέγγει όσο εγώ μπορώ να δω.
Ας είναι ένα απ' τα πολλά, φτάνει να ‘ναι δικό μου.
                                                                                   
                                                                                   
Ούτε το θέλησα να είναι στη κορφή του ουρανού,
στου θόλου του απέραντου το κέντρο να φαντάζει.
Γιατί τ' αστέρι το ψηλό θέλει δρόμο πολύ για να το φτάσεις,
κι άμα τ' αγγίξεις, χέρια να έχεις πρέπει δυνατά να το κρατήσεις.
Ας είναι εκεί στο βάθος, ν' αχνοφέγγει δίπλα στο βουνό,
στο όριο του ορίζοντα, φτάνει να ‘ναι δικό μου....

                                                                                   
  
ΜΙΑ  ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ

Μια παπαρούνα σα θα βρεις,
σε χιλιοπατημένα δίπλα μονοπάτια,
ή σ' αγριόχορτα ανάμεσα χαμένη,
να μη βιαστείς,
το κρυσταλλένιο βάζο σου 
στην ανθοστήλη εκεί ψηλά,
μ' αυτήν να ντύσεις.


Στις παπαρούνες τις απλές,
δε τους ταιριάζει να ‘ναι είδωλα.
Η ομορφιά τους βρίσκεται
στο λύγισμα του ευαίσθητου κορμιού τους,
όταν χορεύει το αγεράκι εκείνο,
που πότε-πότε 
και στα δικά σου μάτια φέρνει δάκρυ.
                                
    

ΜΟΡΦΕΣ

 -  Όταν το νοιώθω να με πνίγει η ρουτίνα,
μ' αρέσει να ξεχνιέμαι μ' ένα τριαντάφυλλο,
σε μία γλάστρα, μπρος στο παράθυρό μου.
Μα όπως στα μάτια μου φαντάζει τόσο μόνο με φόντο το μπετόν,
τα πέταλά του που ξαπλώνονται νεκρά θαρρώ μου ψιθυρίζουν,
έχει περάσει πια η εποχή των λουλουδιών.


-  Όταν το νοιώθω να με πνίγει η ρουτίνα,
μ' αρέσει να ξεχνιέμαι μ' ένα αηδόνι,
σ' ένα κλουβί τόχω κλεισμένο στο μπαλκόνι μου.
Πόσες φορές τόχω σκεφτεί να το αφήσω λεύτερο, να πάει όμως πού;
Έτσι τ' αφήνω στο κλουβί φυλακισμένο,
να κελαϊδάει στον ίδιο πάντοτε λυπητερό σκοπό,
έχει περάσει πια η εποχή των τραγουδιών.


-   Όταν το νοιώθω να με πνίγει η ρουτίνα,
μ' αρέσει να ξεχνιέμαι μ' ένα αστέρι, το ίδιο πάντοτε,
μες στο χορό του ουρανού το έχω σημαδέψει.
Μα όσες φορές πίσω από τα σύννεφα πυκνά κυλάει,
οι τελευταίες ακτίνες που αφήνει,
με γράμματα ολόχρυσα νομίζω πως μου γράφουν,
στον ουρανό που σκοτεινιάζει, τα ίδια πάντα λόγια,
έχει περάσει πια η εποχή των αστεριών.


Σα θλιβερά εξαρτήματα κινούμαστε
με βάση κάποιο πρόγραμμα φτιαγμένο από πριν
και είδωλα χωρίς μορφές αγγίζουμε,
σε μία άχαρη εποχή, των μηχανών.....



ΕΙΚΟΝΕΣ

                              
- Ένα φώς απλώνει το πολύχρωμο σεντόνι του πάνω από κάθε είδωλο,
  το εξαφανίζει μπρος απ' τα μάτια μου, είσαι εσύ;
                              
- Δε ξέρω. Και η ψυχή μου ετερόφωτο αστέρι,
  σκορπάει τις ανταύγειες που παίρνει εδώ κι εκεί.
  Δε ξέρω ποιά έχει φτάσει ως εσένα.
                              
- Kάποιοι καθρέφτες σκληρό παιγνίδι παίζουνε,
  σκορπώντας σε κομμάτια την εικόνα σου.
  Σ' ένα χορό ατέλειωτο αγάπης χύνομαι,
  για ν' αγκαλιάσω ένα παγερό γυαλί, είσαι εσύ;
                              
- Είναι ο άλλος μου εαυτός.
  Σκληροί καθρέφτες της αλήθειας της ψυχής.
                              
- Ένας καπνός γεννιέται μες' από τη σβησμένη πυρκαγιά
  και σκαρφαλώνει σα σκιά, έτσι αθόρυβα, χωρίς ζωής υπόσταση,
  μα μ' ένα νόημα, το νοιώθω, τόσο δυνατό, είσαι εσύ;
                              
- Tι ωφελεί να αρνηθώ. Τώρα γνωρίζω την αλήθεια.
  Οι εικόνες που σημάδεψαν σκληρά το πέρασμά μου,
  μου έδωσαν ταυτότητα ζωής.
  Είναι σκληρή μα είναι αυτή
  που θα οδηγήσει το ταξίδι το μεγάλο,
  μοχάχα τούτη το μπορεί.
  Τώρα φωνάζω μ' ένα γέλιο παγερό, χωρίς χαρά,
  μα τώρα μόνο νοιώθω πως μπορώ να ακουστώ.
  Τώρα πετάω σε μια άλλη ερημιά, μα όμως ζω.
  Τώρα γιορτάζω ένα θρίαμβο πικρό.....Είμαι εγώ;....



       **

Δεύτερο  σταυροδρόμι

Οι  προεκτάσεις


...Έχοντας τώρα εξορίσει κάθε επίκτητη πλευρά του εαυτού μας                                          
 που μας την είχαν επιβάλλει και δεν την είχαμε κερδίσει,
απλοί σαν τα μικρά παιδιά, σε μια πορεία όλο ζωή βαδίζουμε.
Και της πορείας τ' όνομα αναζήτηση...



ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ
 
Το όνομά μου είναι άγνωστο,
πατρίδα μου το άπειρο,
αρχή μου το μηδέν.
Έχω μοντάρει ένα πλαίσιο αυστηρά προσωπικό,
γυρνώ λοιπόν προστατευμένος σε ωκεανούς από ιδέες
και τραγουδώ κάποιο αυτόνομο σκοπό.
Είναι πολύς ο θόρυβος,
μα εγώ μπορώ κι ακούω το τραγούδι μου,
τουλάχιστον εγώ.
 
 
Τα κύματα ζηλεύω όταν χορεύουν,
μ' όλη εκείνη την απλότητα 
πούχουν τα κύματα σα χαίρονται
κι ο ήλιος σα γυρνάω να τον δω γελάει,
μ' όλη εκείνη την αγάπη πούχουν 
τ’ άστρα σα γελάνε στους ανθρώπους.
Xαϊδεύω τον αέρα πούναι λεύτερος
και νοιώθω, έστω για λίγο, λεύτερος και γω.
κι απ' το κουράγιο μου αντλώντας νέο κουράγιο,
κάποιον ορίζοντα σημειώνω 
και έτσι αυθαίρετα τον καλώ προορισμό.
                                                                           

  ΤΟ  ΦΙΛΜ
 
Πόσο μ' αρέσει αυτός ο ρυθμός ο ζωντανός
κι οι λάμψεις κι ο αγέρας ο καυτός
που πάλλεται σα μια χορδή ξεκούρδιστη.
Και οι ήχοι, οι αλλόκοτοι τούτοι ήχοι που ακούγονται!
Να είναι συνθεσάιζερ; νάναι κραυγή ανθρώπου;
νάναι το τρίξιμο παλιάς σπασμένης πόρτας;
Μα ο ρυθμός που πάντα πλαισιώνει κάθε σκέψη,
όλο και πιο ζωντανός, είναι κι αυτός μια κάλυψη.
Και οι σειρήνες με τις λευκές τους λύρες
κι οι άγγελοι με τις χρυσές τρομπέτες
κι ο διάβολος με το βαρύ ταμπούρλο του,
υπόσταση αποκτούν σ' αυτό το πανδαιμόνιο
από εικόνες, ήχους, χρώματα.
Ακτίνες που συγκλίνουν ξαφνικά και ενισχύονται,
σε κάποιο σιωπηρό συντονισμό,
προβάλλουν την εικόνα μας 
σε κάποιο μαύρο φόντο με μεγέθυνση.
Οι κάμερες όμως, περίεργες θέσεις παίρνοντας,
άλλοτε μας επιτρέπουν γίγαντες νάμαστε,
καθώς θα θέλαμε να ζούμε
και άλλοτε μας ξανακάνουν μινιατούρες,
όπως εξ' άλλου νοιώθουμε.
Στο τέλος όμως, οι εικόνες τους που πρέπει,
μοντάρονται η μία κοντά στην άλλη, τόσο κοντά,
που δίνουν πια αντίληψη συνέχειας,
απ' τις καλές μας μόνο τις στιγμές,
τόσο, που πια το φιλμ μας φαίνεται γεμάτο κι ας μήν είναι,
τόσο, που νοιώθουμε μεγάλοι καλλιτέχνες,
ξεχνώντας τις χαμένες δοκιμές.
Και στη σκηνή, με μουσική υπόκωφη, θριαμβικά κι αλλόκοτα,
μέσα σε μια αρχέγονη κι αιώνια στιγμή όλο ζωή,
όρθιος επιτέλους νοιώθω, καθώς η παρτενέρ μου είσαι εσύ.



ΣΥΓΧΟΡΔΙΕΣ
 
Κάπου νομίζω έχω λάθος
και όμως είν' αδύνατο αφού η έννοια λάθος δεν υπάρχει.
Ίσως αυτό καθ' εαυτό νάναι το σφάλμα.
Δε ξέρω, πάντως εγώ μια λέξη τώρα αναζητώ να βρω,
που να ονομάζει αυτό που στη ψυχή μου μέσα νοιώθω.
Που να τη βρω; Kαλά αν θυμάμαι
τις έχω απορρίψει όλες όσες ξέρω.
Μπα δε βαριέσαι και πια η ανάγκη να έχει κάποιο όνομα,
όταν πια μέσα μου συγκεκριμένο υπάρχει
κι είναι ζεστό όσο τίποτα....
Εξ' άλλου τι κι αν το λένε αγάπη, λουλούδι, ξύλο, δένδρο,
για μένα δε θ' αλλάξει κάτι απ' αυτό που είναι.
Μα όμως, δε το σκέφτηκα, εάν δε το βαφτίσω,
δε θα μπορέσω τότε πια ποτέ να το υμνήσω,
για να το δεις εσύ, οι άλλοι, όλοι μας,
ή όσοι το μπορούν.
Θα μείνει στη ψυχή μου εκεί βαθιά
και όπως κάθε τι που δε προσφέρεται,
κάποια στιγμή θα σβήσει.
Μα αν πάλι τ' ονομάσω και το πω
αγάπη, λουλούδι, ξύλο, δένδρο,
ή όποια άλλη τυχαία λέξη μου έρχεται ετούτη τη στιγμή,
αυτή μαζί του θα δεθεί
κι έτσι μοιραία θ' αποκτήσει μια διάσταση.
Κρίμα γι' αυτή και γι' αυτό,
πόσο στ' αλήθεια εύκολα οι άνθρωποι νοθεύουνε τις λέξεις.
Είναι ένας φαύλος κύκλος, νομίζω πως βαρέθηκα
και τώρα δα, εξομολόγηση είναι αυτό,
μοιραία κάτι μούρχεται σα μια κάποια λύση.
Την άρνησή μου πια θαρρώ θα αναθεωρήσω.
Εξ άλλου αν καλά θυμάμαι, πέρα απ' αυτήν,
δεν έχει απομείνει κάτι τώρα πια ακόμα ν' απορρίψω.



ΤΑ  ΔΥΟ  ΝΤΕΚΟΡ

 Ακόμα το θυμάμαι σα σε όνειρο
κι όμως ήμουνα τότε μεταξύ ξύπνιου και ύπνου.
Και ήταν μια ολότητα αδιαίρετη,
μια ύπαρξη αρχέγονη χωρίς αρχή και τέλος.
Υπήρχαν όμως και σημάδια επίκτητα,
που εντελώς αφύσικα την είχαν χωρισμένη σε δυο μέρη.
Κι αυτά τα χέρια που είχανε παράνομα διαιρέσει τ' αδιαίρετο,
γελοίες είχαν στήσει δυο ταμπέλες με δυο τίτλους,
έπρεπε κάπως τέλος πάντων να ονομάσουν τους δυο χώρους.
Στα σύνορα όμως αυτά τα συνεχόμενα, κάπου εκεί,
μοιραία λες και ίσως αναπόφευκτα υπήρχε κάποιο πλαίσιο,
κάτι σα μια οθόνη κινητή, κάτι σα μια σκηνή περιστρεφόμενη,
συνειρμικά, τις παραστάσεις της ζωής μας,
φιλτραρισμένες απ' το νου που πρόβαλλε
κι ανάμεσα από τη μια κι από την άλλη γινόταν πόρτα μυστική.
Κάποια σκιά τότε γλιστρούσε από το ένα στρατόπεδο στο άλλο,
καθόλου όμως δεν άλλαζε, σας βεβαιώ.
Και κάποτε, να μη πολυλογώ, μετά από καιρό,
δύο σκιές αντάμωσαν στο άνοιγμα της πόρτας.
Και η πρώτη,
σαν η τελευταία που έφευγε από τη χώρα της για την αντίκρυ,
έσερνε πίσω σα σημαία τη ταμπέλα της,
για να τη στήσουν στη καινούργια τους πατρίδα.
Και η δεύτερη,
σαν η τελευταία που έφευγε από τη χώρα της για την αντίκρυ
έσερνε πίσω σα σημαία τη ταμπέλα της,
για να τη στήσουν στη καινούργια τους πατρίδα.
Σήμερα υπάρχουνε ακόμα οι ταμπέλες
κι ας έχουν ανταλλάξει χώρους αμέτρητες φορές.
Ακόμα υπάρχουν και τα σύνορα κι εκείνη η πόρτα η μυστική,
που, όταν δεν είναι πόρτα, είναι κάτι σα μια οθόνη κινητή.
Μα πάνω απ' όλα τα γελοία αυτά παιχνίδια των ανθρώπων,
υπάρχει μια ολότητα αδιαίρετη, μια ύπαρξη αρχέγονη,
που σήματα αέναα επάνω μας εκπέμπει
και ο καθένας μας, ανάλογα
με ποιό χώμα τη στιγμή που θα τα λάβει τύχει να πατά
και ποιά ταμπέλα σέρνει,
κάποια αρχή πρεσβεύει.....
                                   

 ΤΟ  ΝΟΜΙΣΜΑ

 Όταν θυμάμαι ήμουνα μικρός, μου άρεσε να τριγυρνώ,
γύρω απ' το γραφείο του παππού,
εκείνο το σταχτί, με το θαμπό το κρύσταλλο στην επιφάνειά του.
Όχι δε μου άρεσε αυτό καθ' εαυτό
κι ήμουν μικρός, πολύ μικρός να ξέρω από βιβλία.
Εκείνο που με τράβαγε εκεί κάθε φορά ήταν ένα νόμισμα,
ένα από κείνα τα παλιά νομίσματα αντίκες,
κάτω απ' το τζάμι του γραφείου εκείνο το θαμπό,
προσεχτικά και ίσως και καλόγουστα μπορώ να πω βαλμένο.
Πόσες φορές να το αγγίξω ήθελα, να το πλησιάσω πιο κοντά μου,
έστω με τα κριτήρια που είχα για να κρίνω,
υπήρχε όμως στάνταρ μια απάντηση,
είναι παλιό, είν' ακριβό, όχι για τα δικά σου χέρια,
αυτό δε τ' ακουμπάει κανείς, μπορεί όμως να το βλέπει.
Κι άλλες φορές απόραγα και ζήταγα,
να μου το δείξουν κι απ' την άλλη όψη του,
έστω από περιέργεια ήθελα να δω πως είναι.
Υπήρχε όμως στάνταρ μια απάντηση,
από αυτήν είναι ωραίο, πίστεψέ με, ξέρω εγώ,
το έχω εξετάσει το θέμα αυτό από παλιά,
άστο εκεί που βρίσκεται και όπως βρίσκεται λοιπόν.
Έτσι για μένα ήτανε κάτι το ωραίο,
όχι γιατί έτσι μου φαινότανε, αλλά γιατί έτσι έπρεπε να είναι.
Μα έλα που ήμουν ανήσυχο παιδί, μου άρεσε να σκαλίζω.
Έτσι μια μέρα, μοναχός στο σπίτι, το τζάμι παραμέρισα
και με λαχτάρα το ανασήκωσα στα διψασμένα για τη γνώση χέρια μου
και είδα και την άλλη του πλευρά, πραγματικά υπήρχε
κι ας μου την είχανε κρυμμένη χρόνια τώρα
και δεν ήταν και άσχημη, απλώς μια άλλη εικόνα,
μα όμως στα μάτια μου ήταν κάτι ξέχωρο
και πιο πολύ μου άρεσε γιατί ήταν η δική μου πλευρά.                    
Και τότε από πείσμα για τους άλλους και τα "μη",
κορώνα - γράμματα άρχισα να παίζω σα μια μάχη,
ανάμεσα στ' ωραίο το δικό τους και το δικό μου
κι άλλοτε κέρδιζε η δικιά μου, άλλοτε η άλλη πλευρά.
Και όταν στην έντασή μου μέσα κάποτε ήρθε η στιγμή που την αγάπησα
κι όταν κατεστημένο κάπου μέσα μου θρονιάστηκε η δεύτερη μορφή,
σ' ένα από τα πολλά ριξίματα του παιχνιδιού,
περίεργα μου ξέφυγε, περίεργα κατρακύλησε
κι αφού τρεις γύρους μεθυσμένους έφερε,
στου τοίχου τη γωνία όρθιο σχεδόν ακούμπησε και στάθηκε,
χωρίς με μια από τις δυο πλευρές που μέχρι τώρα ήξερα,
στο πάτωμα ετούτη τη φορά να ακουμπήσει.

Υπάρχει άραγε λοιπόν και μία τρίτη όψη;
Κι αν ναι, τι ρόλο πια θα παίζει εκείνη η παλιά, η πρώτη;
Κι αν ναι, τι θ' απογίνει η αγαπημένη η δικιά μου;
Κι αν ναι, ποιός το μπορεί με σιγουριά να εγγυηθεί
πως ίσως δεν υπάρχει και μια τέταρτη;


ΠΑΖΛ
                              
 Κομμάτια από πάζλ πολύχρωμα η εικόνα σου,
 φιλτράρεται μέσα απ' το εφταδιάστατο ουράνιο τόξο,
 σε μια λαμπρή χρυσή βροχή.
 Κι αυτή αργά κυλώντας, κάτω εκεί στου Μίδα τη χώρα καταλήγει,
 για να υψώσει γύρω της δεήσεις συνάμα και κραυγές,
 απ' τους ανθρώπους που αγαπούσαν τα λουλούδια όπως ήταν
 και όχι όπως έγιναν μετά απ' το άγγιγμα του βασιλιά τους.
 Και τι παράξενο, δεν είναι λόγος άναρθρος, είναι τραγούδι.
 Είναι, όπως τ' ονόμασαν οι ίδιοι,
 το τραγούδι των αγνοουμένων ψυχών.
 Είναι η μπαλάντα της λυπημένης πολιτείας,
 που θρηνεί γι' αυτά που έχασε κερδίζοντας χρυσάφι.
 Για τα λουλούδια, για το χώμα, για τη λάσπη, ναι τη λάσπη,
 αλλά και για κάτι ακόμα, τη φωνή που έσβησε,
 καθώς τη σκέπασε ο ήχος της χρυσής βροχής.
 Τι ευλογία Θεέ μου, έστω για μια στιγμή,  λέει,
 να άλλαζε τη θέση της μ' ένα σωρό λασπόνερα.
 Όχι όμως πιο πολύ.
 Για μια στιγμή       ..........
                                                                                 


  ΕΧΩ  ΕΝΑ  ΟΝΕΙΡΟ
                              
Έχω ένα όνειρο.
Να ξημερώσει κάποτε μιά μέρα αλλιώτικη απ' τις άλλες.
Να με ξυπνήσεις μ' ένα σου ζεστό φιλί,
να μου χαϊδέψεις τρυφερά τις αυλακιές στο μέτωπο
και να μου ψιθυρίσεις λόγια αγάπης που ναν' αληθινά.
Κι έπειτα λέει, να βγούμε βόλτα στους δρόμους,
πιασμένοι χέρι-χέρι, ξένοιαστοι και ανέμελοι σα παιδιά,
λυτρωμένοι απ' όλες τις προκαταλήψεις και τις τύψεις.
Και τι θαύμα, ν' αντικρίζουμε ανθρώπους,
που γελούν, που χαιρετούν, που αγαπούν.
Και να στροβιλιζόμαστε χαρούμενοι,
ανάμεσα στη ζεστασιά των όμορφων αυτών ψυχών.
                              
                              
Έχω ένα όνειρο.
Κάποτε νάρθει κάποια μέρα,
που τα αισθήματα να είναι πιο πολλά από τα λόγια.
Σα θέλεις κάτι να μου δείξεις,
να με κοιτάς με τα μεγάλα μάτια σου
κι εγώ να ξέρω.


Έχω ένα όνειρο.
Να φτάσει κάποτε μια μέρα,
που οι άνθρωποι να μην είναι ρυθμισμένες μηχανές
με προκαθορισμένο χρόνο αυτοκαταστροφής, αλλά ψυχές.
Να αγαπούν με ποιήματα και να μιλούν με νότες.
 
Και                         ..........      
Έχω ένα όνειρο.
Κάποια στιγμή να φτάσει μία μέρα,
που των φυλακών οι πόρτες να ξεριζωθούν σα σάπια δόντια,
που των σχολείων οι αυλές να μεγαλώσουν,
που τα κάθε λογής στρατόπεδα να χορταριάσουν έρημα
και που των κήπων τα λουλούδια να ψηλώσουν,
αγγίζοντας έναν γαλάζιο ουρανό.

                              
 Εχω ένα όνειρο    ..........

          ***
 
Τελική  θέση
 Ελεύθερος πολιορκημένος


...Ξέρεις, όλα εδώ μοιάζουν σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι,
   ψυχρό, μεθοδικό, ακριβέστατο.
   Το κάθε ένα τικ απέχει από το άλλο ακριβώς ένα δευτερόλεπτο.
   Kαι αν είναι από αυτά με ξυπνητήρι,
   μπορείς εκούσια να ταράζεις την μονοτονία
   μ' ένα προκαθορισμένο ντριν....



ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΣ

Νόμισαν πως με στρίμωξαν.
Σε ένα σκοτεινό κελί,
χωρίς τροφή,
χωρίς νερό,
χωρίς αέρα,
χωρίς φως.
Οι ανόητοι......
Έχω ήδη ξεφύγει,
απ' τη στιγμή που δε μου πήρανε
εκείνο το γαλάζιο μπλοκ των σημειώσεων
κι ένα παλιό μολύβι.
                                           

ΤΟΠΙΟ

Έχεις ποτέ προσέξει τα κύματα;
Υψώνονται σα θεότητες, που τότε μόνο και για μια στιγμή
συνείδηση αποκτούν της δύναμής τους.
Άλλοτε γκρίζα, άλλοτε πρασινωπά, μα πάντα απειλητικά.
Σίγουρα κάτι νοιώθεις τη στιγμή,
που με μανία συναντιούνται εδώ στους βράχους,
για να τους σκάψουν ακόμα πιο βαθειά.
Όταν αργότερα θα διπλωθούν νωχελικά αποχωρώντας,
προσπάθησε να δεις στο αντιφέγγισμα του ήλιου,
κάποιες μικρές σταγόνες που ξέμειναν στου βράχου τις αιχμές.
Εγώ αυτές λατρεύω.

                                                                                                                                                         
ΣΙΔΕΡΕΝΙΑ ΔΑΚΡΥΑ

Μ' έλιωσαν σε χυτήριο,
μ' έριξαν σε καλούπια.
Με χτύπησαν στ' αμόνι.
Με διαμόρφωσαν........
Άραγε αμετάκλητα;
Πάντοτε υπάρχει 
η φλόγα του οξυγόνου,
ή κάτι σαν κι αυτήν.
        

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΘΕΟΣ

Αλήθεια, πως θα σου φαίνονταν,
αν στο κόσμο μας κατέβαινε μια μέρα
κάποιος μικρός Θεός.....
Τόσο μικρός που να τον βλέπαμε.
Και νάντυνε, λέει, με ευλογία,
όλους μας τους πόθους και τις πράξεις.
Έτσι, που να μη μοχθούσαμε σκληρά πάντα για κάτι.
Έτσι, που να γινόταν το ανεκπλήρωτο.
Έτσι, που να εκμηδενίζαμε την άρνηση των άλλων.
Έτσι, που αν γινόταν να μην υπήρχαν καν οι άλλοι,
παρά μονάχα σα συμπλήρωμα δικό μας.
Θα ήταν φίλε μου,
σαν επιτέλους να μας άγγιζε εκείνο εκεί το μαγικό ραβδί,
που όλοι μες' τα όνειρά μας ψάχνουμε να βρούμε.
                               
Όσο για κείνο το μικρό Θεό,
δε θάταν πια Θεός μετά απ' όλα αυτά,
θα είχε γίνει άνθρωπος..........


ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΗ  ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ

Μου είπαν,
ξέχασε τους φίλους σου.
Κι εγώ δε μπόρεσα.

Μου είπαν,
πάτησε όσο μπορείς για ν' ανεβείς.
Κι εγώ δε μπόρεσα.

Μου είπαν,
σβήσε αυτό το γέλιο που ανθίζει αντίκρυ σου.
Κι εγώ δε μπόρεσα.

Μου είπαν,
πνίξε επιτέλους την αγάπη αυτή που υπάρχει μέσα σου.
Κι εγώ δε μπόρεσα.

Και τότε μ' απομόνωσαν,
αφού πριν με τα λόγια τους μου τόκαναν σαφές,
δεν εκπληρώνω, μούπανε, τις προδιαγραφές


ΤΟ  ΠΕΙΡΑΜΑ

Σ' αυτό εδώ το εργαστήριο,
εδώ και χρόνια πειραματιζόμαστε,
με τη βοήθεια ενός ζυγού ακριβείας.


Αφού ένα δοκίμιο διαλύουμε  σ' αυτά που αποτελείται,
ζυγίσεις εκτελούμε με τα μέρη του.


Πόσα φιλιά στο ένα τάσι ισορροπούν με πόσα δάκρυα στο άλλο;
Πόσες αλήθεια στιγμές ένωσης με πόσες νύχτες μόνες;
Πόσες χαρές με πόσες λύπες;
Πόση προσπάθεια με πόση υπομονή;
Πόση, αλήθεια, πείρα με πόση πίστη;


Το πείραμα τελειώνει οριστικά,
μόλις δεν υπάρχει αρκετή ποσότητα να μπει,
σε έναν απ' τους δίσκους.



ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΑΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΣΠΑΝΙΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ

Το σχήμα του, οβάλ διπλό,
συμμετρικό γύρω από άξονα.
Το χρώμα του, κόκκινο της φωτιάς,
μ' ανταύγειες γυαλιστερές πολλές,
αλλά δε λείπουν και οι σκοτεινές πλευρές.
Μπροστά του κρεμασμένη μια ταμπέλα

  " προσοχή εύθραυστο "

Στο κατάλογο που δίνουμε στην είσοδο,
το βρήκα με το όνομα "καρδιά "........


                                            
 ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ

Ένα αστέρι απόψε σβήνει.
Μη λυπηθείς.
Κάθε ζωή έχει μια αρχή και ένα τέλος,
δε θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση τα άστρα.
Κι εξ' άλλου σκέψου,
το φως τους κάνει χρόνια για να φτάσει ως εδώ.
Ίσως και από πριν ακόμα, όταν το πρωτοαντίκρισες,
ήδη νάταν νεκρό........

                                                                                       
ΣΕ ΓΛΩΣΣΑ ΜΗΧΑΝΗΣ

Είμαι μία μηχανή.
Είμαι μία μηχανή.
Τα ηλεκτρικά κυκλώματα της μνήμης μου,
στο απώτερό μου παρελθόν, 
έχουν καταγράψει κάποιες αντιδράσεις,
από αυτές που κάποιοι ονομάζουνε αισθήματα.
Unknown  Word.
Κάποτε μου αναθέσανε να φτιάξω κάποιο πρόγραμμα
για χρήση αυστηρά προσωπική.
Το δούλεψα σκληρά και για πολύ καιρό, μα τα κατάφερα.
Μα για να τοποθετήσω στη κεντρική μου μονάδα τη δισκέτα,
χρειάστηκε να πετάξω οτιδήποτε άλλο υπήρχε μέσα εκεί.
Είμαι μία μηχανή με προκαθορισμένο χρόνο αυτοκαταστροφής.
Είμαι μία μηχανή κι εδώ και χρόνια
έχω φτιάξει ένα τέλειο πρόγραμμα.
Έχω φτιάξει ένα....
Έχω φτιάξει........
Έχω................
...................

  

ΔΙΑΚΟΠΗ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ

Τα λαμπιόνια κάτω εκεί στο δρόμο απόψε δεν άναψαν.
Γύρω στις έξη άκουσα εκείνο το χαρακτηριστικό βουητό,
που δημιουργεί το ρεύμα το ηλεκτρικό,
όταν διαπερνάει το νέον τους,
αλλά δεν άναψαν......
Και σαν να μην έφτανε αυτό,
δεν είχε περάσει πολλή ώρα και είχαν πέσει όλες οι γραμμές.
Δεν υπήρχε τίποτα άλλο πια από σκοτάδι.
Χειροπιαστό κι ατίθασο.
Μια υστερία μαζική ακολούθησε τη διακοπή αυτή
και όπως όπως την εμφάνισή τους έκαναν,
πράγματα ετερόκλητα, παλιά και ξεχασμένα.
Λάμπες πετρελαίου και κεριά τοποθετήθηκαν επάνω στα τραπέζια,
ενώ το σκηνικό συμπλήρωναν συρτάρια ανοιχτά, ξεκοιλιασμένα.
Σε λίγη ώρα είχε περάσει η αναστάτωση κι η υστερία.
" Το φως της λάμπας πετρελαίου δίνει μια άλλη αίσθηση ",
κάποιος σε μια παρέα ακούστηκε να λέει.
Και κάποιος άλλος στο αυτί μιας κοπελιάς ψιθύριζε
ότι έτσι, με το κερί, όσο νάναι είναι πιο ρομαντικά.
Παρόμοια σχόλια πολλά και αίσθηση και έκσταση.
Λες και χρειαζόταν μια διακοπή,
για να ανακαλύψουμε τα φώτα τα χλωμά...


 Μετά από δύο ώρες είχε έρθει πια το φως,
 θα ήταν και σαν να μην είχε έρθει όμως,
 γιατί δεν το άνοιξε κανείς.
                                                     

 ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΜΕΝΟΣ......ΑΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΟΣ

Προχώρησα για λίγο δίπλα από τον πάγκο
εκείνου του περιστασιακού βιβλιοπώλη και τον ξεπέρασα.
Αρνήθηκα να βάλω τα όνειρά μου σε σακούλα....
Για λίγο κοντοστάθηκα στη διασταύρωση
της Λεωφόρου Ρόδων με την οδό Ανθέων,
μα απομακρύνθηκα με ένα γρήγορο ρεφλέξ κι από εκεί,
καθώς με μπούκωσε η μπόχα μιας εξάτμισης.....


Αφού μια βόλτα έκανα, σε λίγο κατηφόρισα για το ποτάμι το θολό.
Δεν είχα τίποτε να δω εκεί,
μιας και τα περισσότερα ψάρια έχουν πεθάνει από καιρό.
Απλά για κει περπάτησα, μα γρήγορα απομακρύνθηκα.
Βρώμα και δυσωδία.


Βήματα μιας ανείπωτης και άγνωστης (ή μήπως ξεχασμένης;) λαχτάρας,
μ' οδήγησαν στης φύσης την αποικία μες' την πόλη μας,
ένα παρκάκι τριάντα επί τριάντα μέτρα το πολύ.
Ίσως σαν έκταση σας φαίνεται μικρή, μα είναι αρκετή,
αν το σκεφτεί κανείς πως η φύση με την πόλη μας,
εδώ και καιρό πολύ, βρίσκονται σε μία περίοδο ψυχροπολεμική,
και όχι μόνο....
Εχθροπραξίες, φόνοι, κακοπιστία και επεκτατισμός (της πόλης),
μίσος βαθύ..
Αιτία για την τελευταία ένταση θεωρήθηκε,
ότι τα μπουμπούκια σ' αυτό εδώ το πάρκο ανθίζουν ακόμα,
κατάφορα καταπατώντας κάθε της πόλης νόμο.
Σφάλμα βαρύ .... Ένα μπουμπούκι ν' αψηφά τη δύναμη μιας πόλης.....


Οι δείκτες στο ρολόι μου γέρναν πέρα απ' τις οκτώ.
Ήταν η ώρα στη βόλτα (;) μου να δώσω κάποιο τέλος,
με μία απερίγραπτη αίσθηση (;) να μ' έχει κυριεύσει
και μ' ένα μυστήριο κόμπο στο λαιμό να ανεβαίνει,
χωρίς να ξέρω πια και γω το πως γεννήθηκε,
από που έρχεται και που πηγαίνει....



ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ   ΖΩΝΗ                                  
(ΟΥΔΕΙΣ ΛΟΓΟΣ ΑΝΗΣΥΧΙΑΣ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ)                                                                                   

Ο ήλιος βάφτηκε κόκκινος.                                                   
Θα μπορούσε νάταν και λευκός.                                          
Ο ουρανός βάφτηκε κόκκινος.                                             
Θα μπορούσε νάταν και γαλάζιος.                                      
Η φύση ολόκληρη, τα στάχυα, τα δένδρα, οι καρποί,                     
όλα τριγύρω βάφτηκαν κόκκινα.                                         
Θα μπορούσε νάταν πράσινα, ξανθιά....
Και γω, μία καλοκαιριάτικη βραδιά όπως αυτή,                  
κάπου αλλού θα ήθελα να είμαι                                           
και όχι να περιμένω στη τηλεόραση στημένος                                
τις ειδήσεις των εννιά.                                                           
                                                                                   
                                                                                   
Ησυχία.....Ησυχία.....                                     
"Η μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε προχθές                                   
 στις μεταλλοδεξαμενές, έχει τεθεί υπό έλεγχο.                  
 Ουδείς λόγος ανησυχίας υφίσταται."                                   
"Διαψεύδεται ρητώς ότι η αιθάλη που έχει επικαθήσει                    
 πάνω στα φυτά περιέχει ουσίες καρκινογόνες.                 
 Ουδείς λόγος ανησυχίας υφίσταται."                                   
"Η θάλασσα μολύνεται,                                                         
 μα η σχετική επιτροπή παρακολουθεί άγρυπνα.   
 Οτιδήποτε νεώτερο θα ανακοινωθεί αμέσως, γι' αυτό,                  
 oυδείς λόγος ανησυχίας υφίσταται."                        


"Και κάτι ευχάριστο.                                                  
 Η ραδιενέργεια πέφτει από μέρα σε μέρα στην ατμόσφαιρα.       
 Έτσι μπορείτε να κυκλοφορείτε ελεύθερα, εκτός βέβαια, 
 αν βρέχει, ή αν έχει ήλιο, ή άνεμο, ή ....
 Έτσι τα μόνα τώρα πια που πρέπει ν' αποφεύγονται είναι           
 το γάλα, τα χόρτα, τα φρούτα, το κρέας ....
 Και κάτι άλλο.                                                           
 Όχι για φέτος ηλιοθεραπεία και προσοχή, με μέτρο η θάλασσα         
 και προς Θεού, μη κάθεστε στα πάρκα και μη προσφέρετε λουλούδια.
 Ακολουθώντας τις απλές αυτές συμβουλές                        
 και με αυτές τις λίγες υποδείξεις,                             
 το πόρισμα της επιτροπής είναι σαφές.                              
 Ουδείς λόγος ανησυχίας υφίσταται".                                   
                                                                                   
                                                                                   
 Έλα αγάπη μου,                                                       
 κλείστο και ντύσου για να βγούμε μία βόλτα.                                 
 Όχι, στάσου, μόλις άρχισε να βρέχει.                                 
 Ραδιενεργός βροχή ....
 Κίνδυνος....                                                   
                                                                                   

Τι τους έφταιξε η μάνα μας;
Πως την κατάντησαν έτσι πεινασμένη, βρώμικη, κουτσή,
να σέρνεται σε ένα σκοτεινό λαβύρινθο χωρίς έξοδο.
Όποιον διάδρομο και αν ακολουθήσει, στο τέλος,
μπροστά στην ίδια πάντοτε ταμπέλα θα βρεθεί.                                                                       
 "ΖΩΝΗ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ"
                                                                                   

Όλη η ζωή μας τώρα, μοιάζει με ταινία θρίλερ,
με ένα μονόπρακτο παράλογο, τρελό,
με σκηνικό μοναδικό, μία ταμπέλα:
"ΖΩΝΗ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ"


ΣΕ ΤΙΜΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ                                   

Φτωχογειτονιά παλιά και έρημη,                                          
τρισάθλια μέσα στο πόνο που φωλιάζει                              
και μες' τα διπλωμένα όνειρά της.                                        
Όλοι εδώ κάτω πονάμε, γιατί μείναμε λίγοι                         
και ολοένα μένουμε λιγότεροι.                                              
Να, σήμερα το πρωί, χιμήξαν οι μπουλντόζες,                                
στο σοκάκι του Αη-Λιά, στο πάνω μαχαλά.                         
Πάει φίλε η ταβερνούλα του κυρ Νίκου,                              
εκεί, θυμάσαι, που του γιασεμιού η ανάσα μας βοήθαγε,   
να βάλουμε σε μία τάξη τα όνειρά μας.                               
Πάει και η βρύση εκείνη με τα λαξευμένα λιθάρια,             
που ξαποστάγαμε σα μας απόκαμνε η ανηφόρα.                           
Πάει και το πέτρινο καλντερίμι, πάνε όλα....                       
Ξέρεις φίλε, είναι φορές που σκέφτομαι,                             
πόσο ακόμα μπορούν να διπλωθούν τα όνειρά μας....
Το σκεφτόμουν και σήμερα το πρωί                        
καθώς περνούσα το σοκάκι του Αη-Λιά,                              
λιγάκι πριν χιμήξουν οι μπουλντόζες.                                  
Θυμάσαι τον Ορέστη το μουσικό,                                         
που τον κερνάγαμε καμιά ρετσίνα σα ξέμενε,                    
και τον φιλεύαμε και πότε πότε....
Το πιάνο του είδα μπρος το σπίτι του.                                  
Τα πόδια του ακουμπούσανε στις κρύες πλάκες του λιθόστρωτου                          
και είχε κρεμασμένη μια ταμπέλα....
                                                                                   
                                                                                   
      "ΠΩΛΕΙΤΑΙ                                                
ΣΕ ΤΙΜΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ"  
___________________________________________________



E Π Ι Μ Ε Τ Ρ Ο

Η δεύτερη βελτιωμένη έκδοση των " ΠΑΡΑΛΛΗΛΩΝ ΔΡΟΜΩΝ",που κυκλοφορούν πλέον σε ικανοποιητικό αριθμό αντιτύπων, (αφού ο μικρός αριθμός αντιτύπων της  πρώτης έκδοσης έχει εξαντληθεί), φιλοδοξεί να αγγίξει έναν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό αναγνωστών. Τα τρία σταυροδρόμια βρίσκονται πάντα εκεί, σταθμοί οριακοί για κάθε περιπλανώμενο οδοιπόρο, που αν κάποια στιγμή τα βγάλει πέρα με την "εσωσύγκρουση" σίγουρα θα οδηγηθεί στην ιδέα - αναγκαιότητα της "ανακωχής μέσα στο χάος " . Κι αν προχωρήσει ακόμα πιό πέρα, αργά ή γρήγορα, θα βρεθεί οπωσδήποτε μπροστά στην " Τελική θλίψη (;)".



Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Ε Σ



 Ο Κώστας Μπούζας το Δεκέμβρη του 1993 κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή «Παράλληλοι δρόμοι» που εντυπωσίασε με τον ουσιαστικό καίριο λόγο τον πλημμυρισμένο από λυρικά στοιχεία κι από συμβολισμούς που εκφράζουν με ένταση τα μηνύματα του σύγχρονου ανθρώπου, που άλλοτε εμποδίζεται να δει όλες τις όψεις των προβλημάτων κι άλλοτε θέλγεται από τ’ όνειρο που δίνει κι αυτό ένα διαφορετικό νόημα στη ζωή μας. Ο Κ.Μ.  γράφει απλά, σχεδόν κουβεντιάζει με τον αναγνώστη του - αλλά πιάνει τόσο ιδιόμορφα τα θέματα που κρατάει αδιάσπαστη την προσοχή και το ενδιαφέρον του.

ΜΙΧΑΛΗΣ  ΣΤΑΦΥΛΑΣ
 Διευθυντής περιοδικού "Πνευματική Ζωή" (Διαρκής Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας τόμος 12ος, 1994)
  
         

Κυριαρχούν στην ποίηση του Κώστα Μπούζα λυρισμός και συμβολισμός. Τον έχει επηρεάσει βαθύτατα η «εποχή των μηχανών» -Εκφράζεται με τρυφερότητα και αγάπη... Εντύπωση προκαλεί η ποιητική συλλογή του Κώστα Μπούζα «Παράλληλοι δρόμοι» που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Σε ορισμένα ποιήματά του δίνει την εντύπωση πως είναι παγιδευμένος από ένα πλήθος γεγονότων. Επιθυμεί να σπάσει τα δεσμά, που του στερούν όχι πολλά πράγματα, απλές ανθρώπινες συγκινήσεις, αλλά δεν το κατορθώνει. Και τότε η φωνή του γίνεται λυγμός.
Στιγμές στιγμές αφήνει την απογοήτευση  να τον κυριεύσει. Η «άχαρη εποχή των μηχανών» δεν ήταν δυνατόν να τον αφήσει ανεπηρέαστο.
Άλλες φορές ο ποιητής εκφράζεται με τρυφερότητα.
Δε ζητά πολλά ο ποιητής. Δονούν την ψυχή του απλές λεπτομέρειες.  Έπειτα η πραγματικότητα τον κάνει να συνέλθει. Και με τρόπο σκληρό αποδίδει αυτή την πραγματικότητα.
Στα ποιήματα του Κώστα Μπούζα, ο αναγνώστης διαπιστώνει την ύπαρξη αισθημάτων και καταστάσεων, που επηρεάζουν και τη δική του ζωή. Και αυτό πρέπει να το θεωρεί μεγάλη επιτυχία ο ποιητής.
                                                 
Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
φύλλο 1.6.1994



Οι «Παράλληλοι δρόμοι» του Κώστα Μπούζα είναι αχνάρια της σύγχρονης εκμηχανισμένης ζωής. ‘Όπου οι άνθρωποι δεν αγαπούν τα ποιήματα για να μπορούν να συνεννοούνται με νότες. Έτσι είναι το δικό του τραγούδι λυγμός της αγνοούμενης ψυχής, ωδή Πολιτείας λυπημένης. Με στίχο πνευματικής αντίστασης. Δικαιολογημένα. Το όνειρο του ποιητή βλασταίνει άνθος ζωής στη θύρα του γαλάζιου ουρανού, για να δροσολογεί όλες τις αιχμές των βράχων.

ΝΙΚΟΣ  ΤΕΝΤΑΣ
(Περιοδικό «ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ» - Ιωάννινα,
Τεύχος Ιουλίου - Αυγούστου 1994)



 Είκοσι πέντε ποιήματα, μικρά και μεγάλα, συγκροτούν την ποιητική συλλογή του Κώστα Μπούζα «Παράλληλοι δρόμοι».Μια έκδοση που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο στη Θεσσαλονίκη.
Είναι μια αξιοπρόσεκτη δουλειά που σε κατακτά με την πρώτη κιόλας ματιά που ρίχνεις σ’ αυτήν, και πολύ περισσότερο αν τη μελετήσεις, αν επίμονα σταματάς και γεύεσαι κάθε της λέξη, κάθε στίχο και στροφή.

Απλά καθημερινά προβλήματα, περιστατικά και γεγονότα, σχέδια, οράματα, σκέψεις, ανθρώπινες αγωνίες γίνονται τραγούδια, προβληματισμός, στέλνοντας μηνύματα και διδάγματα. Σε οδηγούν σε περισυλλογή στίχοι ωραίοι, γεμάτοι μουσική και γλυκύτητα.

Είναι μια αξιοπρόσεκτη ποιητική φωνή ο Κώστας Μπούζας κι απ’ όσα μας παρουσίασε με την εν λόγω ποιητική του δημιουργία που τύπωσε, μας υπόσχεται πολλά για το μέλλον και του ευχόμαστε να πετύχει.



ΧΡΗΣΤΟΣ  ΙΝΤΟΣ
(Εφημερίδα «ΗΜΕΡΗΣΙΑ» - Κιλκίς, φύλλο 13.9.1994
Εφημερίδα «ΜΑΧΗΤΗΣ» -  Κιλκίς, φύλλο 16.9.1994)