Δευτέρα 11 Μαρτίου 2024

1984: Η δυστοπία του Τζωρτζ Όργουελ

 


Αγαπημένο θέμα των συγγραφέων οι ουτοπίες και οι δυστοπίες. Οι πρώτες, σαν κοινωνίες, ευκτέες μεν, πλην όμως ιδεατές και συνεπώς μη δυνάμενες να πραγματοποιηθούν (ου + τόπος). Οι δεύτερες, με τη σειρά τους, χαλεπές και αδυσώπητες, να διατυπώνονται, αντίθετα με τις προηγούμενες, μάλλον σαν δυσοίωνη πρόβλεψη και προειδοποίηση.

Πολλές οι μορφές της δυστοπίας που συνέλαβαν κατά καιρούς οι διάφοροι συγγραφείς. Τόσες, όσοι και οι φόβοι που κατατρύχουν την ανθρωπότητα, σχετικά με τους πιθανούς τρόπους επιβολής μιας ολοκληρωτικής εξουσίας. Ο απόλυτος προγραμματισμός, ο γενετικός έλεγχος, η χρήση – νόμιμη - των ναρκωτικών ουσιών, η απαξίωση ή και δαιμονοποίηση της πνευματικής ανάπτυξης με ταυτόχρονη προώθηση αφελών ή και άσχημων - έως εμετικών – θεαμάτων και ακουσμάτων. Η έντεχνα επιδιωκόμενη παραίτηση του πολίτη από το κάθε τι, αρκεί να μπορεί να διατηρεί ένα ελάχιστο όριο ηρεμίας και ασφάλειας. Η ανασφάλεια η ίδια, που επιτυγχάνεται μέσα από τη μονιμοποίηση του τρόμου…Για να σταθούμε σε μερικούς απ΄ αυτούς.

Έτσι λοιπόν πολλά βιβλία γράφτηκαν. Πολλές θεωρίες και υποθέσεις αναπτύχθηκαν, παίρνοντας με τον καιρό ποικίλες παραλλαγές και προεκτάσεις. Απόψεις και κρίσεις εκφράστηκαν. Γνώμες διατυπώθηκαν. Μια, όμως, ξεχώρισε εμφατικά μέσα σ΄ όλες αυτές τις δυστοπίες. Αυτή του Τζωρτζ Όργουελ. Σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, ώστε έφτασε να θεωρείται ως ο ορισμός της λέξης. Κάπως έτσι καταλήξαμε να αποδίδουμε σε μια απευκτέα κοινωνική δομή, τον προσδιορισμό “Οργουελική”.

Τι ήταν όμως αυτό που έκανε το έργο του συγκεκριμένου συγγραφέα να ξεχωρίσει; Ποιο ήταν εκείνο το καίριο στοιχείο, που το διαφοροποιούσε από τ΄ άλλα και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό; Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά:

Οπωσδήποτε βρίσκουμε κι εδώ πολλά – ή και τα περισσότερα – από τα στοιχεία που αναφέραμε παραπάνω. Υπάρχουν, όμως, κι άλλα. Κατ΄ αρχάς, η κοινωνία του Όργουελ είναι άσχημη στην εξωτερική της εμφάνιση. Κυριαρχεί το άκομψο, το ογκώδες, το ομοιόμορφο. Ίδια τα κτίρια. Ίδιες οι στολές. Ίδιες οι συμπεριφορές. Ακόμη και τα πρόσωπα φαίνονται να είναι σαν βγαλμένα από ένα καλούπι. Επί πλέον απουσιάζει οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί όμορφο, καλαίσθητο, εκλεπτυσμένο. Η σημασία, όμως, της ασχήμιας στην όποια επιβολή είναι τεράστια. Αρκεί και μόνο που χαμηλώνεις το βλέμμα.

Επί πλέον, η κοινωνία του Όργουελ είναι και φτωχή. Τα απλούστερα αγαθά σπανίζουν ή δεν υπάρχουν. Και όχι για να αποφευχθεί η πολυτέλεια των περιττών αντικειμένων, αλλά για να επιτευχθεί η ένδεια και συνεπώς η απόλυτη εξάρτηση. Φυσικά, θα ήταν ίσως περιττό να αναφέρουμε ότι βιβλία δεν υπάρχουν. Είναι απαγορευμένα, για ευνόητους λόγους.

Εκείνο παρ΄ όλα αυτά που υπάρχει, και μάλιστα σε αφθονία, είναι οι οθόνες. Πανταχού παρούσες και μάλιστα υποχρεωτικές σ΄ όλους τους χώρους - και στις κατοικίες -, πολλές φορές τεράστιες και πάντοτε αμφίδρομες (πομποί και δέκτες). Οι “κατάσκοποι” και οι “αστυνόμοι” του συστήματος.

Σε μια τέτοια ζοφερή πραγματικότητα, βέβαια, ο εξοντωτικός έλεγχος είναι, ούτως ή άλλως, αναμενόμενος. Εκείνο που αναδεικνύεται εδώ είναι η πρωτοτυπία του ελέγχου. Αυτή, μάλιστα, καθίσταται εμφανέστατη και καταδεικνύεται με κρυστάλλινη καθαρότητα, αν προχωρήσουμε στην πιο “εσωτερική” οργάνωση αυτής της κοινωνίας. Η προπαγάνδα έχει εδώ τον κύριο λόγο. Η ιστορία διαρκώς ξαναγράφεται. Οι νικητές αλλάζουν. Οι σύμμαχοι το ίδιο. Οι προδότες και οι ήρωες, καθημερινά, εναλλάσσουν ρόλους. Γεγονότα ακυρώνονται, ενώ άλλα εφευρίσκονται. Κάτι γνωρίζεις ότι έχει συμβεί, όσο το θυμάσαι. Μη θυμάσαι λοιπόν κι αυτό εξαφανίζεται. Πού αλλού υπάρχει το συμβάν πέρα απ΄ τη μνήμη;

Εδώ πλέον εισερχόμαστε, δειλά δειλά, στα πιο επικίνδυνα μονοπάτια του ολοκληρωτισμού. Στα άδυτά του. Στην ανθρώπινη ψυχή. Αυτή είναι ο στόχος. Δεν αρκεί να υπακούσει, να υποταχθεί. Πρέπει να συνταχθεί, να ενθουσιαστεί, να αγαπήσει. Κι επειδή το συναίσθημα προσωποποιείται, υπάρχει ο “Μεγάλος Αδελφός”. Σ΄ αυτόν πρέπει να απευθύνεται κάθε ευχαριστία, ευλογία και λατρεία. Αυτόν μόνο αξίζει ν΄ αγαπήσεις όσο ζεις και αυτό σου επιβάλλεται. Αυτή είναι και η τέλεια υποδούλωση. Να μη διατηρείς ούτε καν το προνόμιο του θανάτου με την ψυχή να διαφωνεί. Μόνο αφού αυτή αλωθεί, με το ν’ αγαπήσει το δυνάστη της, ο θάνατος είναι θεμιτός. Γι΄ αυτό και τα βασανιστήρια, κυρίως ψυχολογικά, έχουν σαν αποκορύφωμα ένα μαρτύριο, διαφορετικό για τον καθένα, που αντιπροσωπεύει το χειρότερο εφιάλτη του.

Ένα ακόμη, όμως, μέσον ελέγχου είναι και η γλώσσα και συγκεκριμένα η αποδόμησή της. Αφού η γλώσσα είναι ο κόσμος και οι λέξεις οι έννοιες που τον δομούν, γκρεμίζοντάς τα, καταστρέφουμε τον κόσμο μέσα στο νου. Κάτι που δεν εκφράζεται, γιατί δεν του αντιστοιχεί κάποια λέξη, είναι πια θέμα χρόνου να ξεχαστεί και ως οντότητα. Επιπλέον, η λεξιπενία δημιουργεί αδυναμία έκφρασης των λεπτών νοηματικών αποχρώσεων, με αποτέλεσμα τη νοητική σύγχυση και εν τέλει την πνευματική δυσπραγία. Αδειάζουμε λοιπόν το μυαλό. Κι αυτό που αδειάζεις, μπορείς πολύ εύκολα να το γεμίσεις με ότι επιθυμείς.

Ο Τζωρτζ Όργουελ, αναμφίβολα, εμπνεύστηκε την απόλυτη δυστοπία. Κι ο χαρακτηρισμός “απόλυτη” οφείλεται όχι μόνο στα απύθμενα βάθη στα οποία αυτή διείσδυσε, αλλά και στις νοητικές και νοηματικές προεκτάσεις που κατέκτησε, βαδίζοντας στο χρόνο. Το έργο αυτό φαίνεται να είναι πάντοτε επίκαιρο. Ο “Μεγάλος Αδελφός” βρίσκεται ακόμη ανάμεσά μας - σήμερα ίσως περισσότερο παρά ποτέ -, παραμονεύει πίσω από κάθε γωνία και άλλοτε μας κουνά αυστηρά το δάχτυλο, ενώ άλλοτε μας κλείνει πονηρά το μάτι. Η δύναμη είναι γλυκιά. Εσύ τον αγαπάς τον “Μεγάλο Αδελφό”;

(Κώστας Μπούζας: 2023)

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

Βήματα αγάπης

 


Περπατούσε, όπως κάθε μέρα, στον ίδιο δρόμο κι ένοιωθε, όπως πάντα, πολύ κουρασμένη. Η ανάσα της έβγαινε κοφτή, λαχανιασμένη κι ο ιδρώτας έλουζε το πυρωμένο μέτωπό της. Πότε πότε, σταματούσε για λίγα λεπτά κι έπειτα, ανασηκώνοντας το γερμένο της κορμί, λες και προσπαθούσε να στραγγίσει όση δύναμη της απέμενε, συνέχιζε. Το χέρι της μόνο το δεξί, κάποιες στιγμές, το αισθανόταν να παραλύει και να μην την υπακούει. Άλλαζε, τότε, και κρατούσε το παιδί με τ’ αριστερό.

Πέρασαν χρόνια - πόσα αλήθεια; - από τότε που είχε ανακαλύψει το πρόβλημα. Ήταν μικρό τότε, μόλις τριών χρονών, και τώρα έφηβος. Οι γιατροί είχαν διαγνώσει κάποια νευρολογική πάθηση, δεν κατάλαβε πολλά. Αλλά ένας λόγος τους ήταν αυτός που έμεινε χαραγμένος από τότε στη μνήμη της: Θεραπεία δεν υπήρχε. Θα έπρεπε να μάθει να ζει με το πρόβλημα. Θα χρειαζόταν, βέβαια, συνεχής παρακολούθηση της κατάστασής του, καθώς και θεραπείες που θα γίνονταν ανάλογα με την πορεία της ασθένειας. Τα έξοδα πολλά, μα με χίλιες δυο στερήσεις, που αφορούσαν πάντοτε μόνο τον εαυτό της, κατόρθωνε και τα έβγαζε πέρα. Υπήρχαν, βέβαια, και λίγα χρήματα που της είχε αφήσει ο άντρας της. Εκείνο όμως που την τσάκιζε ήταν ότι το παιδί, που ήταν και πολύ εύσωμο, δεν μπορούσε να περπατήσει μόνο του, χωρίς κάποιος να το στηρίζει. Έτσι, αυτή είχε γίνει το στήριγμά του. Κι ήταν τόσο λεπτή και μικροκαμωμένη.

Έμεινε από πολύ νέα χήρα. Τρία χρόνια ύστερα από τον γάμο και δύο από τότε που είχε γίνει μητέρα. Λίγο πιο ύστερα έμελλε να ξεσπάσει η θύελλα που της αναστάτωσε τη ζωή. Στην αρχή αρνήθηκε να το πιστέψει. Απέρριψε κάθε ενδεχόμενο αρρώστιας. Θα ήταν, μάλλον, ο τρόπος περπατήματος. Άλλωστε, πόσα και πόσα παιδιά δεν αργούν να βαδίσουν σωστά. Σιγά σιγά, όμως, το πρόβλημα άρχισε να φαίνεται καθαρά, τόσο που να μην μπορεί πια να κρύβεται από τον ίδιο της τον εαυτό. Τότε αντέδρασε με οργή που στρεφόταν κατά πάντων: των γιατρών που έφεραν αυτόν τον εφιάλτη στη ζωή της, των τυχαίων περαστικών που βάδιζαν τόσο ανάλαφροι και με σίγουρα, σταθερά βήματα, του Θεού γιατί φέρθηκε τόσο σκληρά σ’ αυτήν και στο παιδί της, του εαυτού της του ίδιου για τις σκέψεις αυτές, για τις οποίες μετάνιωνε την αμέσως επόμενη στιγμή. Και τότε ο θυμός της γινόταν παράπονο βαθύ που της έσφιγγε τα σωθικά, ώσπου στο τέλος ερχόταν το κλάμα σαν βάλσαμο, ν’ ανακουφίσει, έστω προσωρινά, την κουρασμένη της καρδιά. Τις στιγμές αυτές ήταν που την κυρίευε η ελπίδα. Όχι, δεν μπορεί να μην υπάρχει γιατρειά. Ίσως να μην την γνωρίζουν οι δικοί της γιατροί, μα ίσως κάπου, κάποιος να έχει ανακαλύψει κάτι. Εξάλλου, πόσα και πόσα νέα φάρμακα δεν ανακοινώνονται κάθε λίγο και λιγάκι… Στο τέλος αποδέχτηκε τη σκληρή πραγματικότητα.

Έβαλε, τότε, μοναχά έναν σκοπό στη ζωή της. Τη φροντίδα του παιδιού. Με γνώμονα αυτήν, καθιέρωσε το ημερήσιο πρόγραμμά της. Το πρωί δουλειά, όταν αυτό απουσίαζε στο ειδικό σχολείο και από το μεσημέρι και μετά ένας Γολγοθάς. Όχι, δεν γόγγυζε πια, αλλά να, ήταν εκείνο το βάρος του που όσο περνούσε ο καιρός μεγάλωνε. Αναλογιζόταν για πόσο ακόμα θα μπορούσε να τα βγάζει πέρα. Και έσφιγγε τα δόντια και μπορούσε.

Ήταν τότε που άλλαξε η ζωή της. Έκλεισε την πόρτα της σε όλους. Δεν ήθελε τον οίκτο τους. Παραιτήθηκε κι από κάθε τι που αφορούσε τον εαυτό της. Κι ήταν όμορφη. Μάτια γαλανά, δύο μικρές βαθιές λίμνες όπως έλεγε και ο άντρας της. Τα πλούσια, ξανθά μαλλιά της έπεφταν σαν χείμαρρος στους ώμους της. Το πρόσωπό της, με τα λεπτά χαρακτηριστικά του, κομψοτέχνημα σωστό. Λόγια δικά του όλα… Κι έφυγε τόσο νωρίς. Δεν τον πρόλαβε η θύελλα. Κι αυτή βρέθηκε να την αντιμετωπίζει μόνη της. Κι άφησε τον εαυτό της. Σιγά σιγά, τα μάτια της σκοτείνιασαν από τις έγνοιες. Τα μαλλιά της γκρίζαραν από την κούραση. Τα χαρακτηριστικά της τραβήχτηκαν από το κλάμα – έκλαιγε πάντοτε κρυφά. Το κορμί της, άλλοτε καλοκαμωμένο, έγειρε από το βάρος.                                                                                              

Από τον ίδιο δρόμο πήγαινε καθημερινά στη δουλειά. Τώρα όμως κατευθυνόταν προς το φυσιοθεραπευτήριο, μαζί με το παιδί. Το ίδιο έκανε και άλλη μία φορά την εβδομάδα, κρατώντας το πάντα. Δυστυχώς το κινητικό του πρόβλημα αφορούσε όλο του το σώμα και συνεπώς και τα χέρια. Έτσι δεν του ήταν δυνατόν να στηριχτεί μόνο του στο μπαστούνι, που χρησιμοποιούσε βοηθητικά όταν ήθελε να μετακινηθεί. Παράλληλα έπρεπε πάντα κάποιος να το βοηθάει. Έτσι αυτή αναπλήρωνε όση δύναμη του έλειπε. Ένοιωθε, παρ’ όλα αυτά, ότι δεν θα ήταν ικανή γι’ αυτό για πολύ ακόμη. Επειδή αυτό ήταν κάτι που το είχε προβλέψει, είχε κάνει κάποιες οικονομίες με σκληρή δουλειά και ήλπιζε, σε λίγο καιρό, να μπορέσει να αγοράσει ένα μικρό μεταχειρισμένο αυτοκίνητο. Ως τότε, όμως, θα συνέχιζε η ίδια κατάσταση, όποτε έπρεπε να μετακινηθούν για τη φυσιοθεραπεία, τον γιατρό, το διαγνωστικό κέντρο, ακόμη και για την απαραίτητη για τη διάθεσή του βόλτα. Για αναπηρικό καρότσι, βέβαια, ούτε λόγος. Ήταν σχεδόν αδύνατη η χρησιμοποίησή του, με τις συνθήκες παρκαρίσματος που επικρατούσαν στην πόλη, και ειδικά στους δρόμους που είχαν κάθε φορά να διανύσουν.

Σταμάτησε για λίγο στη στροφή, εκεί που άρχιζε η μικρή ανηφόρα, για να πάρει μια ανάσα. Πρόσεξε τους περαστικούς κι ανίχνευσε στα βλέμματά τους κούραση, άγχος, σε μερικούς ακόμη κι απόγνωση. Ούτε αυτοί είναι ευτυχισμένοι, σκέφτηκε. Και τους συμπόνεσε. Είχε συνειδητοποιήσει, από καιρό τώρα, ότι το πρόβλημα που αντιμετώπιζε την είχε ευαισθητοποιήσει απέναντι στον ανθρώπινο πόνο. Ύστερα, μόνη καθώς ήταν, είχε την ανάγκη να αναζητά στα μάτια των ανθρώπων την ψυχή τους και να τους αισθάνεται έτσι συνοδοιπόρους.

Βαδίζουμε σε παράλληλους δρόμους, σκέφτηκε. Ο καθένας, σ’ αυτήν τη ζωή, οφείλει να επιτελέσει τον προσωπικό του άθλο. Για άλλον είναι η φτώχεια, για άλλον η μοναξιά, για το παιδί μου η αρρώστια, για μένα η φροντίδα του. Ίσως γι’ αυτό να ερχόμαστε εδώ. Μπορεί αυτό να ‘ναι τελικά το νόημα. Τι αξίζει εξ άλλου μια ζωή χωρίς κάποιο πάλεμα, έναν αγώνα, έστω και κάποια ήττα; Και γι’ αυτήν ακόμη προηγήθηκε μια μάχη. Κι αυτή άθλος είναι. Κι ύστερα, πάντα υπάρχει η επόμενη μέρα. Ίσως αυτή να κρύβει μια έκπληξη. Εξ άλλου στη ζωή όλα πάνε διπλά. Δεν μπορεί το δάκρυ, κάποια στιγμή, να μην το διαδέχεται το χαμόγελο.

Κοίταξε ξανά γύρω της με αγάπη. Και συμπόνεσε όλα αυτά τα κουρασμένα πρόσωπα. Και χάρηκε μέσα απ’ την ψυχή της για τα χαμογελαστά. Πόσο θα ήθελε να μιλήσει σε όλους, σε έναν προς έναν. Να πει δυο λόγια παρηγοριάς κι ελπίδας στους πρώτους, μια κουβέντα χαρούμενη στους δεύτερους. Όχι, δεν είμαι μόνη, σκέφτηκε. Είμαστε όλοι μαζί. Πιθανώς, ακόμη, να μην το αντιλαμβανόμαστε οι περισσότεροι, είναι όμως στο χέρι μας να το ανακαλύψουμε. Κι αυτό θα γίνει αν βιώσει, ο καθένας μας συνειδητά, το πρόβλημά του, παρατηρώντας ταυτόχρονα προσεκτικά και με ενδιαφέρον τους γύρω του. Και τότε, που ξέρεις, ίσως αρχίσουμε να δίνουμε κουράγιο ο ένας στον άλλο. Μπορεί, ακόμη, και να κατορθώσουμε να αλληλοβοηθηθούμε.

Τότε πρόσεξε εκείνον τον άνθρωπο. Δεν άργησε να καταλάβει. Απ’ τη μια τα μαύρα γυαλιά, από την άλλη το μπαστούνι στο χέρι κι ας ήταν τόσο νέος. Στεκόταν μπροστά στη διάβαση της λεωφόρου. Για μια στιγμή της έδωσε την εντύπωση ότι δίσταζε. Το λεπτοκαμωμένο του κορμί φάνηκε να ταλαντεύεται μπρος πίσω. Ήταν άραγε έτσι, ή ήθελε έτσι να το δει; Μήπως ζητούσε μια αφορμή; Δεν κάθισε να το σκεφτεί περισσότερο. Η αγάπη ξεχείλιζε από μέσα της, ζητώντας διέξοδο. Φλεγόταν από αγάπη. Πλησίασε τη διάβαση κρατώντας πάντα το παιδί και με αποφασιστικότητα έπιασε το χέρι του τυφλού. Στάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα σφίγγοντάς το απαλά, με στοργή, κι ύστερα ξεκίνησαν κι οι τρεις τους να διασχίσουν τον δρόμο.

Καθώς βάδιζε, μέσα της ξεπήδησε μια παρόρμηση. Κάτι σαν όνειρο, σαν μύθος προσωπικός. Να ‘χε, λέει, χέρια μεγάλα, τόσο μεγάλα, που να μπορεί να αγκαλιάσει όλους, μα όλους τους ανθρώπους. Να μην αφήσει έξω κανέναν. Να μην περισσέψει κανείς.

(Κώστας Μπούζας: 2023)