Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

Μπολερό

 



Ακόμη αυτή η σιωπή. Κι όμως, όλα δείχνουν πως κάτι εγκυμονείται. Ένας ήχος, προς το παρόν βουβός; Μια παρουσία αθέατη, που αθόρυβα ανασαίνει; Μια εκκολαπτόμενη, ανεπαίσθητα, ύπαρξη; Ή, μήπως, η απουσία που εξωθείται να αποχωρήσει; Το κενό αναδεύεται και σύγκορμο σκιρτά. Ο χώρος όλο και πυκνώνει κι ο χρόνος αρχίζει να μετρά.

Μια υποψία ήχου ρυθμικού, που ύστερα από λίγο γίνεται βεβαιότητα. Είναι ένας χτύπος που ολοένα δυναμώνει. Κάτι σαν τύμπανο μικρό. Σαν μια καρδιά. Σαν τη ζωή την ίδια. Κι αυτός ο χτύπος, απ’ τη στιγμή που άρχισε δεν πρόκειται ποτέ του να σιγήσει, ως το τέλος.

Καθώς περνάει η ώρα, σιγά σιγά, δημιουργείται η αντίληψη πως ο ήχος τούτος δεν είναι ο μοναδικός. Με κάτι αναμιγνύεται. Με κάτι σαν θρόισμα απαλό. Πρόκειται για φύσημα ανέμου διακριτικό; Ή, ίσως, για μια “Άνιμα” που μόλις τώρα εκδηλώνεται στον κόσμο; Είναι η ελαφριά ανάσα πνευστού διστακτικού.

Μα το φλάουτο ετούτο, καθώς και το τύμπανο εκείνο το μικρό, δε μένουν μόνα για πολύ. Μια κι έχει γίνει η αρχή, κι άλλα ακούσματα τώρα πια σπεύδουν να βοηθήσουν. Να δυναμώσουν έτσι τη ζωή, για να αντέξει στην αρχή και να τρανέψει ύστερα.

Λοιπόν, πρώτα κάνουν αισθητή την παρουσία τους όλα τα πνευστά, το ένα μετά το άλλο. Να ενισχύσουν την ανάσα όσο περισσότερο γίνεται, γιατί ποτέ δεν είναι αρκετή. Είναι μεγάλη η ανηφόρα και η προσπάθεια σκληρή. Το κλαρινέτο, το σαξόφωνο, η τρομπέτα, όλα επί ποδός. Κι ο αέρας, περνώντας από μέσα τους, να γλυκαίνει και μουσική να γίνεται. Γλυκιά, αργή, μεθυστική.

Ένας αόρατος χορός αρχίζει να στήνεται. Κι όταν μια άρπα δίνει το σύνθημα, ακολουθούν πίσω της το βιολοντσέλο και η βιόλα. Κάτι κλαίει, κάτι σκιρτά και χαίρεται. Κάτι αισθάνεται. Η αγάπη είναι εδώ. Τη νοιώθεις να πλανιέται πάνω απ’ όλους κι από όλα. Η ψυχή ραγίζει και επαναστατεί. Και διεκδικεί.

Την ίδια ώρα, το τύμπανο, που ακούγεται όλο και πιο δυνατά, επισφραγίζει και οριοθετεί αμετάκλητα την πορεία. Η ζωή έχει πια ριζώσει για τα καλά και πίσω δε γυρίζει. Αποφασιστική, μα ελαφροπατώντας. Στιβαρή, μα και ερωτική. Κατάφαση που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Ήρεμα, στην αρχή, αργότερα πιο έντονα. Ίσως μονότονα για κάποιους, για άλλους πάλι όχι. Σίγουρα, όμως, όλο και πιο έντονα. Κάτι παλεύει και αγωνίζεται ν’ αναδυθεί. Κάτι δε συμβιβάζεται και επιμένει να επιβάλει έναν ρυθμό υποβλητικό, μεθυστικό, καθηλωτικό.

Ένα μπολερό παίρνει πια σάρκα και οστά. Μια σύνθεση, μια ορχήστρα σαν ένα σώμα, ένας μαέστρος – η ψυχή. Μια μελωδία, ίσως κι ένας χορός. Αργός, λικνιστικός. Κι η μουσική διαρκώς και εμπλουτίζεται με νέα όργανα και δυναμώνει. Και θεριεύει. Και απαιτεί. Και υψώνεται. Στο τέλος, θριαμβεύει, οριστικά και αμετάκλητα.

Ένα μπολερό, που γεννήθηκε κάποτε σαν ψίθυρος, κορυφώνεται σε ένα ξέσπασμα ερωτικό. Σε μια έκδηλη παρουσία, σε μια ταυτότητα. Με μια αίσθηση τετελεσμένου, μια πίστη ύπαρξης αναντίρρητης, μια ελπίδα τελείωσης. Και πάνω απ’ όλα, μια αγάπη νεότευκτη, που αναδύεται και ξαναβυθίζεται από ψυχές σε ψυχές. Από εδώ και μέχρι το άπειρο. Από το ορατό στο αόρατο, σαν αντίδωρο, σαν αναγνώριση, σαν συμφωνία τελειωτική.

Ένα μπολερό τελειώνει επελαύνοντας, για να ακολουθήσει η σιωπή. Μα μια σιωπή μεστή νοήματος. Κι είναι παράξενο. Υπάρχει η διάχυτη εντύπωση, πως τίποτε δεν έχει τελειώσει. Λες κι σύνθεση συνεχίζει να επαναλαμβάνεται σε χώρο μυστικό. Ίσως, γιατί ότι έχει η αγάπη ζωντανέψει – και κερδίσει – δε χάνεται ποτέ. Υπάρχει κάπου, έτσι όπως την έχουμε γνωρίσει. Γλυκιά και μεθυστική. Ισχυρή και θριαμβεύουσα. Και, επιπλέον, δοξασμένη με τη δόξα της επιτέλεσης του έργου. Της πραγμάτωσης, δηλαδή, του ονείρου και της κατάκτησης του οράματος της αιωνιότητας...

(Κώστας Μπούζας, 2025)

Σάββατο 19 Απριλίου 2025

Οι τρεις προσευχές

 



Ο γέροντας, εδώ και λίγη ώρα, παρέμενε αμίλητος και σκεφτικός. Ο άλλος, απέναντί του, όρθιος, περίμενε μ’ αδημονία την απάντησή του. Το ερώτημά του, ή μάλλον καλύτερα το αίτημά του ήταν τρεις προσευχές. Ζητούσε από τον γέροντα να του υποδείξει τρεις προσευχές, μία για το κάθε πρόσωπο της Αγίας Τριάδας.

Θα πίστευε κάποιος, ότι κάτι τέτοιο δε θα παρουσίαζε και σοβαρή δυσκολία για έναν μοναχό, που είχε αφιερώσει στον Θεό σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του. Σαν σοφός όμως που ήταν ήξερε, πως έπρεπε οι προσευχές αυτές να αντιπροσωπεύουν τον επισκέπτη του, να μιλούν στην καρδιά του. Μόνο έτσι θα τις αγαπούσε και δε θα τις αποχωριζόταν ποτέ.

Η επιλογή στάθηκε τελικά πιο εύκολη, απ’ όσο τουλάχιστον του φάνηκε στην αρχή. Μ’ ένα συγκρατημένο χαμόγελο, γυρίζοντας προς το μέρος του, τον ρώτησε: “Ποια προσευχή ξέρεις εσύ;”. Άμεση ήρθε η απάντηση: “Το Πάτερ ημών. Αυτό λέγαμε κάθε μέρα στο σχολείο. Απ’ έξω το είχα μάθει, όπως και όλα τα παιδιά. Και καθώς το θυμήθηκα, τώρα δα, έφερα στον νου μου εκείνα τα ευτυχισμένα χρόνια, τα παιδικά. Τότε που φτερούγιζε η ψυχή από χαρά. Ερχόταν, θυμάμαι, η προσευχή, νωρίς το πρωί, στη σχολική παράταξη, για να σηματοδοτήσει την αρχή μιας ακόμη νέας μέρας. Μιας μέρας που περιμέναμε μ’ ανυπομονησία, για όλα όσα απλόχερα είχε να μας προσφέρει. Κι έτσι όπως τη συνδυάσαμε με τις ευτυχισμένες μας στιγμές, την αγαπήσαμε. Πολλές φορές, μάλιστα, τη λέγαμε και μόνοι. Είχαμε μάθει και την εξήγησή της”. Ο καλόγερος χαμογέλασε μ’ ένα ύφος κατανόησης. “Αυτή, λοιπόν, θα είναι η προσευχή σου για τον Πατέρα” του είπε.

Χωρίς να πάρει τα μάτια του απ’ τον προσκυνητή, έτσι, σαν να κουβεντιάζει, χωρίς εκείνος να αντιληφθεί τον σκοπό του, τον ξαναρώτησε: “Μήπως, στ’ αλήθεια, θυμάσαι τη μάνα σου, να λέει κάποια προσευχή;”. Καθώς ήταν βαθύς γνώστης της ψυχής, ήθελε να επενδύσει στη ζεστασιά της ανάμνησης παλιών, αγαπημένων του στιγμών. Και ποιες θα μπορούσαν να είναι αυτές, αν όχι εκείνες με τη μητέρα; Η αντίδραση του άλλου υπήρξε άμεση: “Σαν να τη βλέπω μπροστά μου”, ξεκίνησε να λέει με συγκινημένη φωνή. “Σε κάθε δυσκολία, λύπη, ή πρόβλημα, να λέει τα ίδια πάντα λόγια: Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με. Πολλές φορές, μάλιστα, τα έλεγε χωρίς κάποια προφανή αιτία. Ίσως προκαταβολικά, για κάποιους φόβους που είχε. Δεν ξέρω”. “Ήδη θα το κατάλαβες, προτού σου το πω”, πήρε τον λόγο ο καλόγερος. “Αυτή, η ευχή όπως τη λέμε, θα είναι η δεύτερη προσευχή σου, που θα απευθύνεται στον Υιό. Για να ζητάς την προστασία Του, μα και για να θυμάσαι, λέγοντάς την, τη μάνα σου και να γλυκαίνεται έτσι η καρδιά σου”.

Χωρίς να διακόψει καθόλου, συνέχισε: “Σίγουρα θα πρέπει να θυμάσαι, από το σχολείο, μία ακόμη προσευχή. Αυτήν που απευθύνεται στο Άγιο Πνεύμα, για να φτάσουμε έτσι και στο τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας. Δεν είναι άλλη από το Βασιλεύ Ουράνιε. Είναι τόσο περιεκτική και εμπνευσμένη. Αποτελεί ύμνο και παράκληση μαζί. Και βέβαια δε θα έλεγα κάτι καινούριο, αν πρόσθετα ότι διαθέτει μια έντονη επιβλητικότητα, αλλά και υποβλητικότητα, και διακρίνεται από ένα εξαιρετικό ποιητικό ύφος. Δοκίμασε να την απαγγείλεις μερικές φορές, και τότε θα τα νοιώσεις όλα αυτά που σου είπα. Σιγά σιγά, θ’ αρχίσεις να αισθάνεσαι κι ακόμη περισσότερα. Να, κάτι σαν μια ζεστασιά, σαν ζωντάνια να σε κατακλύζει. Κι έτσι θα την αγαπήσεις κι αυτήν, όπως και τις άλλες. Αυτή θα είναι και η τρίτη προσευχή σου, για το Άγιο Πνεύμα”.

Έμειναν, για λίγο, και οι δυο τους σιωπηλοί. Ύστερα, ο γέροντας του έβαλε στο χέρι έναν σταυρό και ένα κομποσκοίνι για την ευχή, όπως του είπε. Καθώς εκείνος έφευγε, τον ξεπροβόδισε με δύο τελευταία λόγια: “Τώρα έχεις και τις τρεις προσευχές σου. Έχεις, λοιπόν, έναν θησαυρό ολόκληρο, μην το ξεχνάς ποτέ αυτό. Γιατί η προσευχή είναι είναι το εξαιρετικό προνόμιο του ανθρώπου, να απευθύνεται προσωπικά στον Θεό”.

(Κώστας Μπούζας, 2025)

Τρίτη 11 Μαρτίου 2025

Γράμμα στο Σύμπαν

 


    Απόψε αποφάσισα να στείλω ένα γράμμα στο Σύμπαν. Κάτι σαν ανοιχτή επιστολή, για κάθε πιθανό παραλήπτη. Θα το στείλω με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, μάλιστα. Θα το εκτοξεύσω στο διάστημα, και θα το αφήσω να περιπλανιέται στις αβύσσους του χώρου και του χρόνου.

Πως θα άρχιζε και πως θα τελείωνε αυτό το μήνυμα, δεν το έχω σκεφτεί ακόμη. Έτσι κι αλλιώς, δε θα είχε κάποιον ιδιαίτερο σκοπό. Πιο πολύ θέλω να μιλήσω με κάποιον, έτσι όπως θα τα έλεγα με έναν καλό μου φίλο. Φίλους βέβαια έχω, είναι όμως κι αυτοί στην ίδια κατάσταση με μένα. Ανήμποροι να αντιδράσουν, με μένα το ίδιο απογοητευμένοι – ή και απελπισμένοι.

Ναι, καλά το καταλάβατε. Ο λόγος είναι – και πάλι – ο πόλεμος. Αλλά και η φτώχεια και η πείνα και ο τρόμος, που αυτός συνεπάγεται για όλους – ηττημένους και μη. Σαν να μην έγραψε και σαν να μην είπε κανείς, ποτέ, τίποτε. Σαν να είναι αυτή η μάστιγα, αναγκαίο κακό. Τόσο που, για πολλούς, το άκουσμά του έχει γίνει συνήθεια, αρκεί να μη συμβαίνει σ’ αυτούς.

Ναι, θα μιλήσω και πάλι για τον πόλεμο. Αλλά αφού απευθύνομαι στο Σύμπαν, και πιθανόν οι παραλήπτες των λόγων μου να δυσκολευτούν να κατανοήσουν λεπτομέρειες, μια πραγματικότητας τόσο άγνωστης σ’ αυτούς, θα περιοριστώ σε γενικότητες.

Θα τους περιγράψω, πιθανόν, τον πλανήτη μου. Έναν βράχο, σε ένα ηλιακό σύστημα από τα δισεκατομμύρια που υπάρχουν, σε έναν γαλαξία από τα δισεκατομμύρια που υπάρχουν.  Έναν κόκκο, αόρατο στην αχανή έκταση του διαστήματος. Ύστερα, θα τους μιλήσω για τη ζωή που φιλοξενεί. Πρώτα για εκείνη, την απειλούμενη, την υπό εξαφάνιση. Έπειτα, για το κυρίαρχο είδος, δηλαδή τον άνθρωπο. Το πλάσμα με νου και λογική. Το προικισμένο, τόσο πλουσιοπάροχα, από τον Δημιουργό.

Σ’ αυτό λοιπόν το σημείο, είναι που δυσκολεύομαι να συνεχίσω.  Πώς να εξηγήσω, ότι αυτό το ον παρουσιάζει τόσο αυτοκαταστροφικές τάσεις. Ότι αδυνατεί, από τη μια να εκτιμήσει την ομορφιά του κόσμου του, και από την άλλη να νοιώσει δέος για το άπειρο που τον περιβάλλει. Ότι πασχίζει, ολοένα, εναντίον των πάντων. Ότι έχει κηρύξει τον πόλεμο σε όλους. Ο συγγενής στον συγγενή, η ομάδα στην ομάδα, η πόλη στην πόλη, το κράτος στο κράτος, η θρησκεία στη θρησκεία, η ιδεολογία στην ιδεολογία, το συμφέρον στο συμφέρον, η γνώμη στη γνώμη. Και πέρα απ’ όλα αυτά, η ανθρωπότητα, σαν σύνολο, στη φύση. Στο σπίτι της το ίδιο. Δε θα το καταλάβουν…

Τώρα που το σκέφτομαι ξανά, άλλαξα γνώμη. Θα τους περιγράψω πόσο όμορφος είναι ο πλανήτης μου. Θα τους πω για τα χρώματα. Όλοι γνωρίζουν κάποιου είδους χρώματα. Για την ποικιλία των ζώων και των φυτών. Δε μπορεί, κι αυτοί θα έχουν κάποια. Θα τους μιλήσω και για το γάργαρο νερό και για τα πανύψηλα βουνά. Δε θα παραλείψω και τον ακούραστο άνεμο, μα και τον ζωοδότη ήλιο. Είμαι σίγουρος ότι μπορούν να τα νοιώσουν όλα αυτά. Και θα συνεχίσω, μ’ όλους αυτούς που εξακολουθούν ν’ αγαπούν και να νοιάζονται. Που εύχονται κι ελπίζουν. Που, ακόμη, ενθουσιάζονται σαν τα μικρά παιδιά και θαυμάζουν.

Ίσως βέβαια, μετά απ’ όλα αυτά, οι παραλήπτες αυτού του μηνύματος να αναρωτηθούν για τον σκοπό, που αυτό εξυπηρετούσε. Στο κάτω κάτω, όλα αυτά θα τα θεωρήσουν μάλλον φυσιολογικά για έναν κατοικήσιμο – και κατοικημένο – πλανήτη. Σ’ αυτό το σημείο, όμως, είναι που θα τους τονίσω, ότι για μας δεν είναι αυτονόητα. Γιατί εμείς έχουμε  πόλεμο. Έτσι, ίσως να συμπονέσουν εκείνους που αγάπησαν αυτόν τον κόσμο και πάσχισαν γι’ αυτόν.

Πάντως σκέφτομαι ότι, επειδή το Σύμπαν είναι αχανές, είναι ενδεχόμενο αυτό το γράμμα να μην το παραλάβει κανείς. Πάλι, όμως, ίσως να το έχει παραλάβει ήδη κάποιος, απ’ τη στιγμή που υπήρχε η σκέψη να γραφτεί...


(Κώστας Μπούζας, 2025)

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2025

Οι δύο τρόποι να ζεις

 


Υπάρχουν δύο τρόποι να ζεις, που οδηγούν σε δύο διαφορετικούς προορισμούς:

- Να λυπάσαι για όσα δεν έχεις, ή να χαίρεσαι για όλα αυτά που έχεις.

- Να αφήνεις τα προβλήματά σου να σε καταρρακώνουν ψυχικά, 

ή να τα θεωρείς σαν ευκαιρία για μάθηση, αλλά και σαν απόδειξη ότι ζεις.

- Να προσμένεις, συνεχώς, κάποιο αδιόρατο μέλλον, 

ή να χαίρεσαι την κάθε σου στιγμή, σαν μοναδική.

- Να παρακολουθείς τους άλλους να ζουν, ή να ζεις.

- Να μη βρίσκεις σε τίποτε νόημα, ή – αντίθετα – να βλέπεις τα πάντα, ως πλήρη νοήματος.

- Να ενεργείς μηχανικά, ή να δίνεις σημασία σε κάθε σου ενέργεια,

αντιλαμβανόμενος την ευθύνη των πράξεών σου.

- Να φοβάσαι τη μοναξιά, αφού φοβάσαι τόσο πολύ τον άγνωστο εαυτό σου, 

ή να την εκμεταλλεύεσαι, για να τον γνωρίσεις κι έτσι να τον αγαπήσεις.

- Να προσπαθείς να ανακαλύψεις την ασχήμια, κι αν δεν υπάρχει να την δημιουργείς, 

ή να ενθουσιάζεσαι με την κάθε ομορφιά που συναντάς, προσέχοντάς την συνειδητά.

- Να περιφρονείς την κάθε ατέλεια και να αδιαφορείς γι’ αυτήν, συμβάλλοντας έτσι στη διαιώνισή της, 

ή να τη βλέπεις σαν μια ευκαιρία για μια ακόμη δημιουργική προσπάθειά σου.

- Να αρνείσαι την ύπαρξη θαυμάτων, ή – αντίθετα – να πιστεύεις ότι τα πάντα είναι ένα θαύμα.

- Να είσαι ακροατής αποκλειστικά του εαυτού σου, ή να μπορείς ν’ ακούς και τους άλλους.

- Να κρίνεις και να κατηγορείς, χωρίς δεύτερη σκέψη, όποιον συναντάς για τα λάθη του, 

ή να τον κατανοείς, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις συνθήκες που τον οδήγησαν σ΄ αυτά, 

έχοντας μάλιστα προσέξει, από πριν, και τις δικές σου αστοχίες.

- Να θεωρείς, εν τέλει, τους άλλους κακούς, προσέχοντας τα ελαττώματά τους, 

ή καλούς, δίνοντας βαρύτητα στα προτερήματά τους.

- Να εκδικείσαι, ή να συγχωρείς.

- Να μισείς, ή ν’ αγαπάς.

- Τελικά, να είσαι δυστυχισμένος ή ευτυχισμένος.

Αν συνεχίσεις επ’ αόριστον τον ίδιο συλλογισμό, θα ανακαλύψεις ότι σε κάθε τομέα της ζωής και σε κάθε περίπτωση που συναντάς, μπορείς να ακολουθείς τον ένα ή τον άλλο τρόπο αντιμετώπισης, που ο καθένας τους, στην ουσία, διαμορφώνει και μια αντίστοιχη στάση ζωής.

Αυτοί οι δύο τρόποι έχουν και ονόματα: Φόβος και Αγάπη.

Ονόματα έχουν και οι δύο προορισμοί της ψυχής: Θάνατος και Ζωή.

(Κώστας Μπούζας, 2024)