Είμαι σε θέση τώρα να γνωρίζω την αλήθεια.
Πίσω μας έχουν μείνει έτη συναπτά
που τα ξοδέψαμε σε λύπησες και πλάνες.
Αχ το μυαλό του ανθρώπου, προσπερνάει τα καλά
και τα στραβά λογάται κάθε τόσο.
Έτσι είναι αδελφέ συνταξιδιώτη.
Και είναι κρίμα που, προδομένοι απ΄ τη ζάλη
και αλωμένοι απ΄ του επιούσιου τη βιοπάλη,
δεν καταλάβαμε οι ανόητοι,
ότι δεν ήμασταν, σαν νοιώθαμε, μοναχικοί,
μα κι ούτε καν καθώς νομίζαμε πεζοί.
Είμαστε αδερφέ συνταξιδιώτη
κι ας τρέμω τώρα που τα ομολογώ,
καθώς τον θρύλο μπόρεσα να αγγίξω, ιππείς κυμάτων.
Θαλασσογεννημένων, ουρανοστεφανομένων
ατίθασων κυμάτων, που επελαύνουν
για τότε, για σήμερα, για πάντα.
Κι εμείς μικροί μέσα σ’ αυτό
που δεν γνωρίσαμε ποτέ για μεγαλείο μας,
τα πόδια σφίγγουμε χτυπώντας τα πλευρά τους,
τους χαλινούς γερά κρατούμε
-κοίτα τα χέρια σου τα ματωμένα-
και με κοφτές ανάσες εκβιάζουμε
την ολόλευκή τους χαίτη.
Κι αυτά, άλλοτε γκρίζα, άλλοτε πρασινωπά,
Πίσω μας έχουν μείνει έτη συναπτά
που τα ξοδέψαμε σε λύπησες και πλάνες.
Αχ το μυαλό του ανθρώπου, προσπερνάει τα καλά
και τα στραβά λογάται κάθε τόσο.
Έτσι είναι αδελφέ συνταξιδιώτη.
Και είναι κρίμα που, προδομένοι απ΄ τη ζάλη
και αλωμένοι απ΄ του επιούσιου τη βιοπάλη,
δεν καταλάβαμε οι ανόητοι,
ότι δεν ήμασταν, σαν νοιώθαμε, μοναχικοί,
μα κι ούτε καν καθώς νομίζαμε πεζοί.
Είμαστε αδερφέ συνταξιδιώτη
κι ας τρέμω τώρα που τα ομολογώ,
καθώς τον θρύλο μπόρεσα να αγγίξω, ιππείς κυμάτων.
Θαλασσογεννημένων, ουρανοστεφανομένων
ατίθασων κυμάτων, που επελαύνουν
για τότε, για σήμερα, για πάντα.
Κι εμείς μικροί μέσα σ’ αυτό
που δεν γνωρίσαμε ποτέ για μεγαλείο μας,
τα πόδια σφίγγουμε χτυπώντας τα πλευρά τους,
τους χαλινούς γερά κρατούμε
-κοίτα τα χέρια σου τα ματωμένα-
και με κοφτές ανάσες εκβιάζουμε
την ολόλευκή τους χαίτη.
Κι αυτά, άλλοτε γκρίζα, άλλοτε πρασινωπά,
μα πάντα απειλητικά για μας
που επιλέξαμε να είμαστε μικροί,
δεν παύουν να ΄ναι κύματα.
Κι άλλοτε με βρυχηθμό ανείπωτο να ορμούνε
στον πατέρα ουρανό, αγγίζοντας το στέμμα
κι ύστερα πάλι να διπλώνονται νωχελικά
στην αγκαλιά της μάνας θάλασσας, την πιο μεγάλη.
Κι εμείς μικρέ ανόητε, συνταξιδιώτη αδελφέ μου,
δεν είδαμε στο μεγαλείο της ανόδου παρά έπαρση,
στην αναβάπτιση σ’ αυτό που αποτελεί αφετηρία, απαξία.
Κι όταν ακόμα, την άγια αυτή στιγμή της αναδίπλωσης,
το βλέμμα στρέψαμε, τι τραγικό, μονάχα βράχους είδαμε.
Τα μάτια μας, τα τυφλωμένα απ΄ τα φώτα τα πλαστά,
δεν μπόρεσαν, κάποιες μικρές σταγόνες
που αντιφέγγιζαν στου βράχου τις αιχμές να διακρίνουν.
Και τα κύματα έρχονται και πάνε τραγουδώντας
κι από κοντά κι οι αγνοούμενες ψυχές θρηνώντας,
Γιατί ποτέ, τι κρίμα δεν κατάλαβαν.
Αδερφέ μου αλήθεια δεν κατάλαβαν
δεν παύουν να ΄ναι κύματα.
Κι άλλοτε με βρυχηθμό ανείπωτο να ορμούνε
στον πατέρα ουρανό, αγγίζοντας το στέμμα
κι ύστερα πάλι να διπλώνονται νωχελικά
στην αγκαλιά της μάνας θάλασσας, την πιο μεγάλη.
Κι εμείς μικρέ ανόητε, συνταξιδιώτη αδελφέ μου,
δεν είδαμε στο μεγαλείο της ανόδου παρά έπαρση,
στην αναβάπτιση σ’ αυτό που αποτελεί αφετηρία, απαξία.
Κι όταν ακόμα, την άγια αυτή στιγμή της αναδίπλωσης,
το βλέμμα στρέψαμε, τι τραγικό, μονάχα βράχους είδαμε.
Τα μάτια μας, τα τυφλωμένα απ΄ τα φώτα τα πλαστά,
δεν μπόρεσαν, κάποιες μικρές σταγόνες
που αντιφέγγιζαν στου βράχου τις αιχμές να διακρίνουν.
Και τα κύματα έρχονται και πάνε τραγουδώντας
κι από κοντά κι οι αγνοούμενες ψυχές θρηνώντας,
Γιατί ποτέ, τι κρίμα δεν κατάλαβαν.
Αδερφέ μου αλήθεια δεν κατάλαβαν
την ευλογία την ασύλληπτη,
καθώς ιππείς κυμάτων αξιώθηκαν να είναι.
(Κ. Μπούζας: ΤΟ ΕΝ ΤΟ ΠΑΝ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟΝ, 2002)
καθώς ιππείς κυμάτων αξιώθηκαν να είναι.
(Κ. Μπούζας: ΤΟ ΕΝ ΤΟ ΠΑΝ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟΝ, 2002)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου