ΔΙΗΓΗΜΑ
Ευριπίδης
(«Τα λόγια της αλήθειας είναι απλά»)
Πολλά πράγματα είχαν γίνει θέμα συνήθειας για τον Διογένη. Ίσως και όλα. Ακόμη και το άδειο σπίτι που τον περίμενε, χωρίς την παρουσία ενός ανθρώπου να το ζεστάνει, δεν τον ξένιζε πια. Πάω να μπω στο κουτάκι μου, έλεγε στον εαυτό του και ασυναίσθητα βράδυνε το βήμα του. Και χάζευε τους στριμωγμένους ανθρώπους, τα στριμωγμένα αυτοκίνητα, τα στριμωγμένα κτίρια. Ήταν εκείνες οι στιγμές, που το βάδισμα αποκτούσε γι’ αυτόν μια άλλη σημασία. Το ‘νοιωθε μέσα του βαθιά αυτό κι ας μη το είχε ομολογήσει ποτέ στον εαυτό του. Ήταν μια ύστατη πράξη ελευθερίας, μέσα σ’ αυτήν την αφόρητη μοναξιά της πολυάνθρωπης και πολύβουης ερημιάς της μεγαλούπολης, που ζαλίζει το μυαλό και σφίγγει την καρδιά.
Έπεσε τυχαία επάνω του. Γραμμένο με φρέσκια κόκκινη μπογιά, στον μαυριδερό τοίχο μιας θλιβερής πολυκατοικίας, στο ύψος των ματιών: «Κλείσε την τηλεόρασή σου. Άρχισε να ζεις». Σε αντίθεση με τότε που είχε πρωτοδεί το ίδιο σύνθημα σ’ άλλο σημείο της πόλης, του φάνηκε έξυπνο και ευρηματικό. Συνειδητοποίησε ότι ο ίδιος, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, άνοιγε την τηλεόρασή του για να αρχίσει να ζει. Γύρισε το βλέμμα του προς την λεωφόρο κι αντίκρισε τους ανθρώπους με την απόγνωση στα μάτια να χορεύει, να τρέχουν, όλο να τρέχουν. Πηγαίνουν κι αυτοί να μπουν στα κουτάκια τους, σκέφτηκε και ξαφνικά τους συμπόνεσε. Όλους τους συμπόνεσε. Κι αυτόν που είχε γράψει αυτές τις λίγες λέξεις στον τοίχο. Σίγουρα αυτός ο άνθρωπος είχε κάτι να πει, που τον έπνιγε και τελικά το είπε.
Και τότε του ’ρθε η ιδέα. Μια μεγαλειώδης ιδέα, για να ξεφύγει από τις άδειες ώρες, την επίπεδη ζωή και το πακετάρισμα της σκέψης του στο κουτί της τηλεόρασης. Θα γίνω συλλέκτης συνθημάτων, ανακοίνωσε μεγαλόφωνα στον εαυτό του. Αυτή θα είναι η ασχολία που θα δώσει ποικιλία στην ζωή μου. Θα οργώσω όλους τους δρόμους και τις γειτονιές και θα καταγράψω όλες αυτές τις μικρές φωνές διαμαρτυρίας. Αξίζει τον κόπο κάποιος να τις συγκεντρώσει. Αυτές δεν υποτάχθηκαν, δεν μπήκαν σε καλούπια. Κι ύστερα, κάποιοι νέοι τα έγραψαν αυτά. Άνεργοι, μοναχικοί, με τα όνειρα ψαλιδισμένα, σαν... Δεν τόλμησε στον εαυτό του να το πει.
Άρχισε την ίδια κιόλας μέρα. Τα σύνεργα απλά. Ένα μολύβι κι ένα τετράδιο με το εξώφυλλο γαλάζιο, στο χρώμα του ουρανού. Είχε προμηθευτεί κι έναν χάρτη της πόλης όπου σημείωνε τις διαδρομές του, ώστε να μην περνά από το ίδιο σημείο περισσότερες φορές. Από κάποια στιγμή κι ύστερα κουβαλούσε μαζί του και μια φωτογραφική μηχανή. Πίστευε ότι η απλή αντιγραφή στερεί κάτι απ’ το σύνθημα. Έτσι ήθελε να έχει και την εικόνα. Το χρώμα, ο γραφικός χαρακτήρας, η βιασύνη που ήταν φανερή σε κάποια γραψίματα, έδιναν κάτι απ’ την ψυχή του δημιουργού.
Ήταν χαρούμενος για πρώτη φορά στη ζωή του, μα και περήφανος για την συλλογή του, όπως όλοι οι συλλέκτες άλλωστε. Κουραζόταν βέβαια πολύ, αλλά όχι χωρίς ανταμοιβή. Το υλικό του αυξανόταν συνεχώς. Του άρεσε να διαβάζει τα καλύτερα στους συναδέλφους στο γραφείο κι όχι σπάνια τα ανέφερε στις συζητήσεις σαν αποφθέγματα. Να, για παράδειγμα, κάποτε θέλοντας να τονίσει την ευθύνη όλων για κάποια πράγματα που συμβαίνουν, με ύφος πομπώδες, μισοαστειευόμενος, απήγγειλε: «Αν όχι εσύ τότε ποιος; Αν όχι τώρα τότε πότε;». Και μετά από παύση μερικών δευτερολέπτων συμπλήρωσε: «Από μια μάταιη ζωή καλύτερα ένας μάταιος αγώνας».
Ο Διογένης σταδιακά επέκτεινε το πεδίο δράσης του. Έφτανε πια σε τόπους, που στην αρχή ούτε καν είχε διανοηθεί να επισκεφθεί, με σκοπό πάντα την συγκέντρωση υλικού. Είχε αρχίσει μάλιστα σε κάθε σύνθημα να σημειώνει και στοιχεία για το σημείο που το φιλοξενούσε, αφού δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις, που ο τόπος ήταν άρρηκτα δεμένος με το μήνυμα που ήθελαν να δώσουν οι λίγες λέξεις πάνω στον τοίχο. Για πρώτη φορά το σκέφτηκε αυτό, μια μέρα που ‘χε σταθεί μπροστά στον περίβολο των Κοιμητηρίων. Με μαύρη μπογιά γραμμένες, έχασκαν μοναχές, αποδιωγμένες, τρεις λέξεις: «Εδώ πληρώνονται όλα».
Μια άλλη πηγή που ανακάλυψε για την έρευνά του ήταν τα βιβλία, όσα υποπτευόταν ότι ίσως να είχαν κάτι σχετικό. Έτσι, χωρίς καν να το καταλάβει, τον καιρό αυτό διάβασε τόσο, όσο δεν είχε διαβάσει σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του. Άλλα απλά τα φυλλομετρούσε και σ’ άλλα έμενε περισσότερο. Ένα μάλιστα, για το Γαλλικό Μάη, το διάβασε δύο φορές. Από αυτό σημείωσε και στο τετράδιό του, με χέρι που έτρεμε από λαχτάρα για την ανακάλυψή του: «Η φαντασία στην εξουσία». Και πιο κάτω: «Απαγορεύεται το Απαγορεύεται». Κι ακόμη: «Αφήστε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν».
Ο καιρός περνούσε και το υλικό του αυξανόταν διαρκώς. Είχε αρχίσει μάλιστα να στέλνει τα πιο ευρηματικά σ’ εφημερίδες και περιοδικά που τα δημοσίευαν. Κι αυτός χαιρόταν, γιατί πίστευε πως μ’ αυτό τον τρόπο πρόσφερε κάτι. Κουβαλούσε και συντηρούσε κραυγές που αλλιώς θα ‘σβηναν. Εκείνοι που δεν τον αναγνώριζαν πλέον ήταν οι συνάδελφοί του στο γραφείο. Ο πρώην άχρωμος, θλιβερός και επίπεδος Διογένης, σιγά σιγά μεταμορφωνόταν σε έναν άνθρωπο ενδιαφέροντα, καλλιεργημένο, με δίψα για την ζωή. Το ίδιο ανακάλυπτε κι ο ίδιος στον εαυτό του. Και κάτι ακόμη. Είχε αποκτήσει πια κι αυτός δικαίωμα στο όνειρο. Σ’ αυτό το μικρό, το ταπεινό, μα ολόδικό του όνειρο κι έφτιαχνε λέξη τη λέξη, φράση τη φράση, το δικό του παραμύθι.
Καθόταν στο γραφείο του αμίλητος δουλεύοντας, μα το μυαλό του έτρεχε αλλού. Δεν μπορούσε να συμμαζέψει την χαρά του, ούτε να βάλει σε μια τάξη τα όνειρά του. Ένας εκδοτικός οίκος του είχε προτείνει, να εκδοθεί ένα λεύκωμα με τα πασίγνωστα πια απ’ τις εφημερίδες και τα περιοδικά συνθήματά του. Του είχαν ζητήσει όμως και κάτι που του φαινόταν βουνό. Στην δεύτερη σελίδα του λευκώματος, αμέσως μετά το εξώφυλλο, θα έπρεπε να υπάρχει ένα σύνθημα δικό του. Κάτι σαν προσωπική κατάθεση ψυχής. Κι αυτός, όσο κι αν έστυβε το μυαλό του, δεν εύρισκε τίποτε. Ναι, αυτός που περπάτησε αμέτρητα χιλιόμετρα, που διάβασε εκατοντάδες μηνύματα, του άρεσε έτσι να τα ονομάζει, έπρεπε τώρα να γράψει μια φράση μόνο, με τη διαφορά ότι αυτή έπρεπε να είναι αποκλειστικά δική του. Κι όσο κι αν προσπαθούσε, τόσο λες και άδειαζε το μυαλό του.
Εκείνο το μεσημέρι ανηφόρισαν προς το σπίτι παρέα με την Δήμητρα. Μόνη κι αυτή στο σπίτι, μόνος κι ο ίδιος, είπαν να καθίσουν για μια μπύρα εκεί στο ταβερνάκι, στην αρχή του πεζοδρόμου. Κι η μια μπύρα έφερε την δεύτερη κι η δεύτερη την τρίτη. Και τα μελιά μάτια της Δήμητρας έλαμπαν κάτω απ’ τον ανοιξιάτικο ήλιο κι ένα παιχνιδιάρικο αεράκι χάιδευε απαλά τα πλούσια μαλλιά της, που έπεφταν μπροστά καθώς έσκυβε στο τραπέζι.
Και τότε, το πρόσεξε. Πίσω ακριβώς απ’ το πρόσωπό της, στον μαυριδερό τοίχο της πολυκατοικίας, στο βάθος, το πρώτο του σύνθημα. Αυτό που είχε σταθεί για τον ίδιο, καιρό πριν, η αφορμή για μια αποκάλυψη ζωής και του είχε δώσει δικαίωμα στο όνειρο. Έβγαλε από την τσέπη το μολύβι και τράβηξε προς το μέρος του μια χαρτοπετσέτα. Ύστερα, αφού κοίταξε για μια ακόμη φορά τα μελιά μάτια της Δήμητρας, αργά, με γράμματα μεγάλα και καθαρά σαν την ψυχή του, σημάδεψε για πάντα τη ζωή του με το δικό του μήνυμα: «Το όνειρο είναι πεπρωμένο».
Υστερόγραφο: Το λεύκωμα του Διογένη ήδη κυκλοφόρησε με τίτλο: «Μια ιστορία με συνθήματα». Παραθέτουμε εδώ ένα μικρό απόσπασμα:
«Ο καταναλωτισμός είναι η μανιοκατάθλιψη της εποχής μας σε συσκευασία δώρου».
«Αν σας δώσουν χαρτί με γραμμές γράψτε από πίσω».
«Ότι δεν μας σκοτώνει αυτό μας δυναμώνει».
«Όσο πιο μεγάλη είναι η βάση τόσο πιο ψηλά φτάνει η κορυφή».
«Μεγαλείο είναι να είσαι όχι να έχεις».
«Μας φαίνονται μεγάλοι γιατί είμαστε γονατιστοί».
«Λέγε όσα πιστεύεις. Πίστευε όσα λες».
«Κάνε όνειρα όχι σχέδια».
«Η αγάπη δεν μπορεί να περιμένει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου