Δευτέρα 11 Μαρτίου 2024

1984: Η δυστοπία του Τζωρτζ Όργουελ

 


Αγαπημένο θέμα των συγγραφέων οι ουτοπίες και οι δυστοπίες. Οι πρώτες, σαν κοινωνίες, ευκτέες μεν, πλην όμως ιδεατές και συνεπώς μη δυνάμενες να πραγματοποιηθούν (ου + τόπος). Οι δεύτερες, με τη σειρά τους, χαλεπές και αδυσώπητες, να διατυπώνονται, αντίθετα με τις προηγούμενες, μάλλον σαν δυσοίωνη πρόβλεψη και προειδοποίηση.

Πολλές οι μορφές της δυστοπίας που συνέλαβαν κατά καιρούς οι διάφοροι συγγραφείς. Τόσες, όσοι και οι φόβοι που κατατρύχουν την ανθρωπότητα, σχετικά με τους πιθανούς τρόπους επιβολής μιας ολοκληρωτικής εξουσίας. Ο απόλυτος προγραμματισμός, ο γενετικός έλεγχος, η χρήση – νόμιμη - των ναρκωτικών ουσιών, η απαξίωση ή και δαιμονοποίηση της πνευματικής ανάπτυξης με ταυτόχρονη προώθηση αφελών ή και άσχημων - έως εμετικών – θεαμάτων και ακουσμάτων. Η έντεχνα επιδιωκόμενη παραίτηση του πολίτη από το κάθε τι, αρκεί να μπορεί να διατηρεί ένα ελάχιστο όριο ηρεμίας και ασφάλειας. Η ανασφάλεια η ίδια, που επιτυγχάνεται μέσα από τη μονιμοποίηση του τρόμου…Για να σταθούμε σε μερικούς απ΄ αυτούς.

Έτσι λοιπόν πολλά βιβλία γράφτηκαν. Πολλές θεωρίες και υποθέσεις αναπτύχθηκαν, παίρνοντας με τον καιρό ποικίλες παραλλαγές και προεκτάσεις. Απόψεις και κρίσεις εκφράστηκαν. Γνώμες διατυπώθηκαν. Μια, όμως, ξεχώρισε εμφατικά μέσα σ΄ όλες αυτές τις δυστοπίες. Αυτή του Τζωρτζ Όργουελ. Σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, ώστε έφτασε να θεωρείται ως ο ορισμός της λέξης. Κάπως έτσι καταλήξαμε να αποδίδουμε σε μια απευκτέα κοινωνική δομή, τον προσδιορισμό “Οργουελική”.

Τι ήταν όμως αυτό που έκανε το έργο του συγκεκριμένου συγγραφέα να ξεχωρίσει; Ποιο ήταν εκείνο το καίριο στοιχείο, που το διαφοροποιούσε από τ΄ άλλα και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό; Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά:

Οπωσδήποτε βρίσκουμε κι εδώ πολλά – ή και τα περισσότερα – από τα στοιχεία που αναφέραμε παραπάνω. Υπάρχουν, όμως, κι άλλα. Κατ΄ αρχάς, η κοινωνία του Όργουελ είναι άσχημη στην εξωτερική της εμφάνιση. Κυριαρχεί το άκομψο, το ογκώδες, το ομοιόμορφο. Ίδια τα κτίρια. Ίδιες οι στολές. Ίδιες οι συμπεριφορές. Ακόμη και τα πρόσωπα φαίνονται να είναι σαν βγαλμένα από ένα καλούπι. Επί πλέον απουσιάζει οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί όμορφο, καλαίσθητο, εκλεπτυσμένο. Η σημασία, όμως, της ασχήμιας στην όποια επιβολή είναι τεράστια. Αρκεί και μόνο που χαμηλώνεις το βλέμμα.

Επί πλέον, η κοινωνία του Όργουελ είναι και φτωχή. Τα απλούστερα αγαθά σπανίζουν ή δεν υπάρχουν. Και όχι για να αποφευχθεί η πολυτέλεια των περιττών αντικειμένων, αλλά για να επιτευχθεί η ένδεια και συνεπώς η απόλυτη εξάρτηση. Φυσικά, θα ήταν ίσως περιττό να αναφέρουμε ότι βιβλία δεν υπάρχουν. Είναι απαγορευμένα, για ευνόητους λόγους.

Εκείνο παρ΄ όλα αυτά που υπάρχει, και μάλιστα σε αφθονία, είναι οι οθόνες. Πανταχού παρούσες και μάλιστα υποχρεωτικές σ΄ όλους τους χώρους - και στις κατοικίες -, πολλές φορές τεράστιες και πάντοτε αμφίδρομες (πομποί και δέκτες). Οι “κατάσκοποι” και οι “αστυνόμοι” του συστήματος.

Σε μια τέτοια ζοφερή πραγματικότητα, βέβαια, ο εξοντωτικός έλεγχος είναι, ούτως ή άλλως, αναμενόμενος. Εκείνο που αναδεικνύεται εδώ είναι η πρωτοτυπία του ελέγχου. Αυτή, μάλιστα, καθίσταται εμφανέστατη και καταδεικνύεται με κρυστάλλινη καθαρότητα, αν προχωρήσουμε στην πιο “εσωτερική” οργάνωση αυτής της κοινωνίας. Η προπαγάνδα έχει εδώ τον κύριο λόγο. Η ιστορία διαρκώς ξαναγράφεται. Οι νικητές αλλάζουν. Οι σύμμαχοι το ίδιο. Οι προδότες και οι ήρωες, καθημερινά, εναλλάσσουν ρόλους. Γεγονότα ακυρώνονται, ενώ άλλα εφευρίσκονται. Κάτι γνωρίζεις ότι έχει συμβεί, όσο το θυμάσαι. Μη θυμάσαι λοιπόν κι αυτό εξαφανίζεται. Πού αλλού υπάρχει το συμβάν πέρα απ΄ τη μνήμη;

Εδώ πλέον εισερχόμαστε, δειλά δειλά, στα πιο επικίνδυνα μονοπάτια του ολοκληρωτισμού. Στα άδυτά του. Στην ανθρώπινη ψυχή. Αυτή είναι ο στόχος. Δεν αρκεί να υπακούσει, να υποταχθεί. Πρέπει να συνταχθεί, να ενθουσιαστεί, να αγαπήσει. Κι επειδή το συναίσθημα προσωποποιείται, υπάρχει ο “Μεγάλος Αδελφός”. Σ΄ αυτόν πρέπει να απευθύνεται κάθε ευχαριστία, ευλογία και λατρεία. Αυτόν μόνο αξίζει ν΄ αγαπήσεις όσο ζεις και αυτό σου επιβάλλεται. Αυτή είναι και η τέλεια υποδούλωση. Να μη διατηρείς ούτε καν το προνόμιο του θανάτου με την ψυχή να διαφωνεί. Μόνο αφού αυτή αλωθεί, με το ν’ αγαπήσει το δυνάστη της, ο θάνατος είναι θεμιτός. Γι΄ αυτό και τα βασανιστήρια, κυρίως ψυχολογικά, έχουν σαν αποκορύφωμα ένα μαρτύριο, διαφορετικό για τον καθένα, που αντιπροσωπεύει το χειρότερο εφιάλτη του.

Ένα ακόμη, όμως, μέσον ελέγχου είναι και η γλώσσα και συγκεκριμένα η αποδόμησή της. Αφού η γλώσσα είναι ο κόσμος και οι λέξεις οι έννοιες που τον δομούν, γκρεμίζοντάς τα, καταστρέφουμε τον κόσμο μέσα στο νου. Κάτι που δεν εκφράζεται, γιατί δεν του αντιστοιχεί κάποια λέξη, είναι πια θέμα χρόνου να ξεχαστεί και ως οντότητα. Επιπλέον, η λεξιπενία δημιουργεί αδυναμία έκφρασης των λεπτών νοηματικών αποχρώσεων, με αποτέλεσμα τη νοητική σύγχυση και εν τέλει την πνευματική δυσπραγία. Αδειάζουμε λοιπόν το μυαλό. Κι αυτό που αδειάζεις, μπορείς πολύ εύκολα να το γεμίσεις με ότι επιθυμείς.

Ο Τζωρτζ Όργουελ, αναμφίβολα, εμπνεύστηκε την απόλυτη δυστοπία. Κι ο χαρακτηρισμός “απόλυτη” οφείλεται όχι μόνο στα απύθμενα βάθη στα οποία αυτή διείσδυσε, αλλά και στις νοητικές και νοηματικές προεκτάσεις που κατέκτησε, βαδίζοντας στο χρόνο. Το έργο αυτό φαίνεται να είναι πάντοτε επίκαιρο. Ο “Μεγάλος Αδελφός” βρίσκεται ακόμη ανάμεσά μας - σήμερα ίσως περισσότερο παρά ποτέ -, παραμονεύει πίσω από κάθε γωνία και άλλοτε μας κουνά αυστηρά το δάχτυλο, ενώ άλλοτε μας κλείνει πονηρά το μάτι. Η δύναμη είναι γλυκιά. Εσύ τον αγαπάς τον “Μεγάλο Αδελφό”;

(Κώστας Μπούζας: 2023)

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

Βήματα αγάπης

 


Περπατούσε, όπως κάθε μέρα, στον ίδιο δρόμο κι ένοιωθε, όπως πάντα, πολύ κουρασμένη. Η ανάσα της έβγαινε κοφτή, λαχανιασμένη κι ο ιδρώτας έλουζε το πυρωμένο μέτωπό της. Πότε πότε, σταματούσε για λίγα λεπτά κι έπειτα, ανασηκώνοντας το γερμένο της κορμί, λες και προσπαθούσε να στραγγίσει όση δύναμη της απέμενε, συνέχιζε. Το χέρι της μόνο το δεξί, κάποιες στιγμές, το αισθανόταν να παραλύει και να μην την υπακούει. Άλλαζε, τότε, και κρατούσε το παιδί με τ’ αριστερό.

Πέρασαν χρόνια - πόσα αλήθεια; - από τότε που είχε ανακαλύψει το πρόβλημα. Ήταν μικρό τότε, μόλις τριών χρονών, και τώρα έφηβος. Οι γιατροί είχαν διαγνώσει κάποια νευρολογική πάθηση, δεν κατάλαβε πολλά. Αλλά ένας λόγος τους ήταν αυτός που έμεινε χαραγμένος από τότε στη μνήμη της: Θεραπεία δεν υπήρχε. Θα έπρεπε να μάθει να ζει με το πρόβλημα. Θα χρειαζόταν, βέβαια, συνεχής παρακολούθηση της κατάστασής του, καθώς και θεραπείες που θα γίνονταν ανάλογα με την πορεία της ασθένειας. Τα έξοδα πολλά, μα με χίλιες δυο στερήσεις, που αφορούσαν πάντοτε μόνο τον εαυτό της, κατόρθωνε και τα έβγαζε πέρα. Υπήρχαν, βέβαια, και λίγα χρήματα που της είχε αφήσει ο άντρας της. Εκείνο όμως που την τσάκιζε ήταν ότι το παιδί, που ήταν και πολύ εύσωμο, δεν μπορούσε να περπατήσει μόνο του, χωρίς κάποιος να το στηρίζει. Έτσι, αυτή είχε γίνει το στήριγμά του. Κι ήταν τόσο λεπτή και μικροκαμωμένη.

Έμεινε από πολύ νέα χήρα. Τρία χρόνια ύστερα από τον γάμο και δύο από τότε που είχε γίνει μητέρα. Λίγο πιο ύστερα έμελλε να ξεσπάσει η θύελλα που της αναστάτωσε τη ζωή. Στην αρχή αρνήθηκε να το πιστέψει. Απέρριψε κάθε ενδεχόμενο αρρώστιας. Θα ήταν, μάλλον, ο τρόπος περπατήματος. Άλλωστε, πόσα και πόσα παιδιά δεν αργούν να βαδίσουν σωστά. Σιγά σιγά, όμως, το πρόβλημα άρχισε να φαίνεται καθαρά, τόσο που να μην μπορεί πια να κρύβεται από τον ίδιο της τον εαυτό. Τότε αντέδρασε με οργή που στρεφόταν κατά πάντων: των γιατρών που έφεραν αυτόν τον εφιάλτη στη ζωή της, των τυχαίων περαστικών που βάδιζαν τόσο ανάλαφροι και με σίγουρα, σταθερά βήματα, του Θεού γιατί φέρθηκε τόσο σκληρά σ’ αυτήν και στο παιδί της, του εαυτού της του ίδιου για τις σκέψεις αυτές, για τις οποίες μετάνιωνε την αμέσως επόμενη στιγμή. Και τότε ο θυμός της γινόταν παράπονο βαθύ που της έσφιγγε τα σωθικά, ώσπου στο τέλος ερχόταν το κλάμα σαν βάλσαμο, ν’ ανακουφίσει, έστω προσωρινά, την κουρασμένη της καρδιά. Τις στιγμές αυτές ήταν που την κυρίευε η ελπίδα. Όχι, δεν μπορεί να μην υπάρχει γιατρειά. Ίσως να μην την γνωρίζουν οι δικοί της γιατροί, μα ίσως κάπου, κάποιος να έχει ανακαλύψει κάτι. Εξάλλου, πόσα και πόσα νέα φάρμακα δεν ανακοινώνονται κάθε λίγο και λιγάκι… Στο τέλος αποδέχτηκε τη σκληρή πραγματικότητα.

Έβαλε, τότε, μοναχά έναν σκοπό στη ζωή της. Τη φροντίδα του παιδιού. Με γνώμονα αυτήν, καθιέρωσε το ημερήσιο πρόγραμμά της. Το πρωί δουλειά, όταν αυτό απουσίαζε στο ειδικό σχολείο και από το μεσημέρι και μετά ένας Γολγοθάς. Όχι, δεν γόγγυζε πια, αλλά να, ήταν εκείνο το βάρος του που όσο περνούσε ο καιρός μεγάλωνε. Αναλογιζόταν για πόσο ακόμα θα μπορούσε να τα βγάζει πέρα. Και έσφιγγε τα δόντια και μπορούσε.

Ήταν τότε που άλλαξε η ζωή της. Έκλεισε την πόρτα της σε όλους. Δεν ήθελε τον οίκτο τους. Παραιτήθηκε κι από κάθε τι που αφορούσε τον εαυτό της. Κι ήταν όμορφη. Μάτια γαλανά, δύο μικρές βαθιές λίμνες όπως έλεγε και ο άντρας της. Τα πλούσια, ξανθά μαλλιά της έπεφταν σαν χείμαρρος στους ώμους της. Το πρόσωπό της, με τα λεπτά χαρακτηριστικά του, κομψοτέχνημα σωστό. Λόγια δικά του όλα… Κι έφυγε τόσο νωρίς. Δεν τον πρόλαβε η θύελλα. Κι αυτή βρέθηκε να την αντιμετωπίζει μόνη της. Κι άφησε τον εαυτό της. Σιγά σιγά, τα μάτια της σκοτείνιασαν από τις έγνοιες. Τα μαλλιά της γκρίζαραν από την κούραση. Τα χαρακτηριστικά της τραβήχτηκαν από το κλάμα – έκλαιγε πάντοτε κρυφά. Το κορμί της, άλλοτε καλοκαμωμένο, έγειρε από το βάρος.                                                                                              

Από τον ίδιο δρόμο πήγαινε καθημερινά στη δουλειά. Τώρα όμως κατευθυνόταν προς το φυσιοθεραπευτήριο, μαζί με το παιδί. Το ίδιο έκανε και άλλη μία φορά την εβδομάδα, κρατώντας το πάντα. Δυστυχώς το κινητικό του πρόβλημα αφορούσε όλο του το σώμα και συνεπώς και τα χέρια. Έτσι δεν του ήταν δυνατόν να στηριχτεί μόνο του στο μπαστούνι, που χρησιμοποιούσε βοηθητικά όταν ήθελε να μετακινηθεί. Παράλληλα έπρεπε πάντα κάποιος να το βοηθάει. Έτσι αυτή αναπλήρωνε όση δύναμη του έλειπε. Ένοιωθε, παρ’ όλα αυτά, ότι δεν θα ήταν ικανή γι’ αυτό για πολύ ακόμη. Επειδή αυτό ήταν κάτι που το είχε προβλέψει, είχε κάνει κάποιες οικονομίες με σκληρή δουλειά και ήλπιζε, σε λίγο καιρό, να μπορέσει να αγοράσει ένα μικρό μεταχειρισμένο αυτοκίνητο. Ως τότε, όμως, θα συνέχιζε η ίδια κατάσταση, όποτε έπρεπε να μετακινηθούν για τη φυσιοθεραπεία, τον γιατρό, το διαγνωστικό κέντρο, ακόμη και για την απαραίτητη για τη διάθεσή του βόλτα. Για αναπηρικό καρότσι, βέβαια, ούτε λόγος. Ήταν σχεδόν αδύνατη η χρησιμοποίησή του, με τις συνθήκες παρκαρίσματος που επικρατούσαν στην πόλη, και ειδικά στους δρόμους που είχαν κάθε φορά να διανύσουν.

Σταμάτησε για λίγο στη στροφή, εκεί που άρχιζε η μικρή ανηφόρα, για να πάρει μια ανάσα. Πρόσεξε τους περαστικούς κι ανίχνευσε στα βλέμματά τους κούραση, άγχος, σε μερικούς ακόμη κι απόγνωση. Ούτε αυτοί είναι ευτυχισμένοι, σκέφτηκε. Και τους συμπόνεσε. Είχε συνειδητοποιήσει, από καιρό τώρα, ότι το πρόβλημα που αντιμετώπιζε την είχε ευαισθητοποιήσει απέναντι στον ανθρώπινο πόνο. Ύστερα, μόνη καθώς ήταν, είχε την ανάγκη να αναζητά στα μάτια των ανθρώπων την ψυχή τους και να τους αισθάνεται έτσι συνοδοιπόρους.

Βαδίζουμε σε παράλληλους δρόμους, σκέφτηκε. Ο καθένας, σ’ αυτήν τη ζωή, οφείλει να επιτελέσει τον προσωπικό του άθλο. Για άλλον είναι η φτώχεια, για άλλον η μοναξιά, για το παιδί μου η αρρώστια, για μένα η φροντίδα του. Ίσως γι’ αυτό να ερχόμαστε εδώ. Μπορεί αυτό να ‘ναι τελικά το νόημα. Τι αξίζει εξ άλλου μια ζωή χωρίς κάποιο πάλεμα, έναν αγώνα, έστω και κάποια ήττα; Και γι’ αυτήν ακόμη προηγήθηκε μια μάχη. Κι αυτή άθλος είναι. Κι ύστερα, πάντα υπάρχει η επόμενη μέρα. Ίσως αυτή να κρύβει μια έκπληξη. Εξ άλλου στη ζωή όλα πάνε διπλά. Δεν μπορεί το δάκρυ, κάποια στιγμή, να μην το διαδέχεται το χαμόγελο.

Κοίταξε ξανά γύρω της με αγάπη. Και συμπόνεσε όλα αυτά τα κουρασμένα πρόσωπα. Και χάρηκε μέσα απ’ την ψυχή της για τα χαμογελαστά. Πόσο θα ήθελε να μιλήσει σε όλους, σε έναν προς έναν. Να πει δυο λόγια παρηγοριάς κι ελπίδας στους πρώτους, μια κουβέντα χαρούμενη στους δεύτερους. Όχι, δεν είμαι μόνη, σκέφτηκε. Είμαστε όλοι μαζί. Πιθανώς, ακόμη, να μην το αντιλαμβανόμαστε οι περισσότεροι, είναι όμως στο χέρι μας να το ανακαλύψουμε. Κι αυτό θα γίνει αν βιώσει, ο καθένας μας συνειδητά, το πρόβλημά του, παρατηρώντας ταυτόχρονα προσεκτικά και με ενδιαφέρον τους γύρω του. Και τότε, που ξέρεις, ίσως αρχίσουμε να δίνουμε κουράγιο ο ένας στον άλλο. Μπορεί, ακόμη, και να κατορθώσουμε να αλληλοβοηθηθούμε.

Τότε πρόσεξε εκείνον τον άνθρωπο. Δεν άργησε να καταλάβει. Απ’ τη μια τα μαύρα γυαλιά, από την άλλη το μπαστούνι στο χέρι κι ας ήταν τόσο νέος. Στεκόταν μπροστά στη διάβαση της λεωφόρου. Για μια στιγμή της έδωσε την εντύπωση ότι δίσταζε. Το λεπτοκαμωμένο του κορμί φάνηκε να ταλαντεύεται μπρος πίσω. Ήταν άραγε έτσι, ή ήθελε έτσι να το δει; Μήπως ζητούσε μια αφορμή; Δεν κάθισε να το σκεφτεί περισσότερο. Η αγάπη ξεχείλιζε από μέσα της, ζητώντας διέξοδο. Φλεγόταν από αγάπη. Πλησίασε τη διάβαση κρατώντας πάντα το παιδί και με αποφασιστικότητα έπιασε το χέρι του τυφλού. Στάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα σφίγγοντάς το απαλά, με στοργή, κι ύστερα ξεκίνησαν κι οι τρεις τους να διασχίσουν τον δρόμο.

Καθώς βάδιζε, μέσα της ξεπήδησε μια παρόρμηση. Κάτι σαν όνειρο, σαν μύθος προσωπικός. Να ‘χε, λέει, χέρια μεγάλα, τόσο μεγάλα, που να μπορεί να αγκαλιάσει όλους, μα όλους τους ανθρώπους. Να μην αφήσει έξω κανέναν. Να μην περισσέψει κανείς.

(Κώστας Μπούζας: 2023)

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023

Το έθιμο του στολισμένου δέντρου


Σε όλους τους παλαιούς πολιτισμούς, το δέντρο θεωρήθηκε ότι εκφράζει το σύνολο της φυσικής εκδήλωσης, αφού στην ύπαρξή του συμβάλλουν όλα τα στοιχεία της φύσης. Έτσι οι ρίζες βυθίζονται στη γη, ο κορμός και τα κλαδιά απλώνονται στο αέρα φτάνοντας ψηλά, σαν να θέλουν να αγγίξουν τον ουρανό, τρέφεται από το υπόγειο νερό και φυσικά χρειάζεται απαραίτητα για να ζήσει τον ήλιο, δηλαδή το πυρ. Παράλληλα οι δακτύλιοί του μετρούν τον χρόνο.

Επόμενο λοιπόν ήταν να ενταχθεί από τους διάφορους αρχαίους λαούς στο τελετουργικό πολλών εορταστικών εκδηλώσεών τους, αλλά και να θεωρηθεί ως ιερό σύμβολο στα πλαίσια της θρησκευτικής έκφρασής τους. Χαρακτηριστικά αναφέρεται η ύπαρξη τόσων «ιερών» δέντρων στην Αρχαία Ελλάδα, όπως η ιερή φηγός της Δωδώνης, η δάφνη του Απόλλωνα στους Δελφούς και η αγριελιά του Ηρακλέους. Ο Πλάτων, μάλιστα, περιγράφει τον άνθρωπο σαν δέντρο, του οποίου οι ρίζες βρίσκονται στον ουρανό και τα κλαδιά στη γη. Το ανεστραμμένο δέντρο βέβαια χρησιμοποιήθηκε σαν σύμβολο, κατά καιρούς, από διάφορους λαούς, όπως οι Ινδοί, οι Λάπωνες, και οι ιθαγενείς κάτοικοι της Αυστραλίας, αλλά και θρησκείες, όπως ο Βουδισμός και το Ισλάμ.

Για να ξαναγυρίσουμε στην Αρχαία Ελλάδα, ο στολισμός του αποτέλεσε έθιμο της Διονυσιακής Λατρείας. Ένα κλαδί αειθαλούς δέντρου -για παράδειγμα ελιάς- η ειρεσιώνη, στολιζόταν με φρούτα εποχής, μπάλες και κορδέλες και ήταν σύμβολο «της ωραίας ζωής που θάλλει». Πιστευόταν ότι έπαιρναν από την ζωντάνια του οι κάτοικοι του σπιτικού. Το έθιμο διατηρήθηκε και στην Ρωμαϊκή περίοδο, κατά την οποία κρεμούσαν πράσινα στεφάνια έξω από τα σπίτια, αλλά και στην Βυζαντινή, όταν στόλιζαν φαναράκια με στεφάνια από δάφνες και μυρτιές.

Στη νεώτερη εποχή, ξαναβρίσκουμε το δέντρο ως σύμβολο, στην Γερμανία, το 1600 μ.Χ. Το έθιμο αναβιώνει από τους ξυλοκόπους και σιγά σιγά οι Γερμανοί αρχίζουν να το στολίζουν κάθε χρόνο, με ημερομηνία έναρξης την γιορτή του Αγίου Νικολάου. Απ’ αυτούς η συνήθεια διαδόθηκε στην Γαλλία, στην Αυστροουγγαρία, στο Βέλγιο και στην Αγγλία.

Στην σύγχρονη Ελλάδα ήρθε το 1833, με τον Όθωνα και την Αμαλία, οι οποίοι για πρώτη φορά στόλισαν δέντρο στα Ανάκτορα, σαν σύμβολο των Χριστουγέννων. Σαν διαδεδομένο όμως λαϊκό έθιμο το βρίσκουμε μετά το 1940. Από αυτήν την εποχή και ύστερα, ενσωματώνεται στην λαϊκή μας παράδοση και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των εορτών.

Και συμβολίζει τον κόσμο ολόκληρο, την Δημιουργία. Την γέννηση και την αναγέννηση. Την ζωή την ίδια, την οποία μας καλεί να σεβαστούμε. Και κάθε φως στα κλαδιά του συμβολίζει και μια ψυχή, γι’ αυτό και συνήθως έχει το σχήμα κεριού. Κι όλα μαζί, καθώς αναβοσβήνουν, μιλούν για το άλλο φως, το Θείο. Και τα δώρα που κρέμονται στα κλαδιά του, δεν είναι άλλα από τα δώρα που μας χαρίζει απλόχερα η Δημιουργία, με το κάλλος και την πληρότητά της.

Κι έτσι όπως καθόμαστε γύρω από το τραπέζι, που’ ναι γεμάτο απ’ όλα αυτά που θέλει η παράδοση, πορτοκάλια, δεμένα με κορδέλες, πανέρια με φρέσκους καρπούς, κάστανα, καρύδια και μήλα, εκεί, στο σαλόνι που’ ναι στολισμένο με πρασινάδες, μυρτιές, κουμαριές και σκίνα, όπως επίσης επιβάλλει η παράδοση, το βλέμμα μας όλο και πέφτει στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο μας. Και δεν μπορούμε να μην του αναγνωρίσουμε, πως επάξια κατέχει την θέση στο κέντρο της γιορτής. Με μια ιστορία τόσων χιλιάδων χρόνων, το δίχως άλλο την δικαιούται.

 (K. Mπούζας: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ, 2008)

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2023

Την ώρα που έπεσε η βόμβα (κάπου στον κόσμο)



Κάποτε τον ονόμασαν φόνο. Άλλοτε ατύχημα. Άλλες φορές πάλι, ανθρωπιστική καταστροφή ή και παράπλευρη απώλεια. Πίσω όμως απ’ όλα αυτά τα προσωπεία, δεν έπαυε να είναι θάνατος. Απόλυτος και αδυσώπητος...

Ήταν η ώρα που το υπαίθριο παζάρι ήταν γεμάτο από κόσμο. Πολύχρωμο μελίσσι που πηγαινοερχόταν πέρα - δώθε, ανάμεσα σε ξύλινους πάγκους και σε πάνινες ομπρέλες. Λίγα τα αγαθά κι η φτώχεια είχε περισσέψει. Μαζί της όμως είχε περισσέψει κι η ζωντάνια και η όρεξη για ζωή. Να ‘ταν έτσι η ψυχολογία του λαού, ή μήπως ήταν ένα πείσμα που ορθωνόταν ενάντια στους δίσεκτους καιρούς;

Οι υπαίθριοι έμποροι τραγουδιστά διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, σαν ερασιτέχνες ηθοποιοί που συμμετείχαν σε πλανόδιο θίασο. Και οι γυναίκες του λαού, καλοσυνάτες, πρόσχαρες, με το ‘να χέρι να σηκώνουν τη φούστα την μακριά για να μην σέρνεται στην σκόνη και με το άλλο να χειρονομούν μιλώντας ακατάπαυστα. Καθώς τους χάζευες σ’ αυτό το ιδιόρρυθμο θέατρο του δρόμου, το ‘νοιωθες μέσα σου βαθιά. Ήταν κάτι παραπάνω από παζάρι.

Λίγο πιο πέρα τα παιδιά, ντυμένα με κουρέλια και ξυπόλητα, έπαιζαν ανέμελα, άλλα με ένα τόπι αυτοσχέδιο, φτιαγμένο από τυλιγμένα πανιά και άλλα τσουλώντας προς την μεριά της κατηφόρας μια παλιά ξεχαρβαλωμένη σαμπρέλα, που ‘χαν τυχαία ανακαλύψει. Ήταν και μερικά, λιγάκι πιο μικρά αυτά, που κυνηγιόνταν κι έτρεχαν γύρω γύρω γελώντας, καθώς ξεχείλιζε από μέσα τους εκείνη η αβάσταχτη χαρά, που μονάχα απ’ τις ψυχές τις παιδικές άφθονη αναβλύζει.

Και τότε έπεσε η βόμβα...

Μήτε που πρόλαβε κανείς κάτι να δει, μήτε ν’ ακούσει. Ούτε συναγερμός χτύπησε, ούτε σειρήνες. Έγιναν όλα τόσο ξαφνικά. Ίσως και να ‘ταν καλύτερα έτσι, καθώς ο θάνατος γίνεται αβάσταχτος όταν προαναγγέλλει την άφιξή του. Έτσι κι αλλιώς ελπίδα σωτηρίας δεν υπήρχε. Τα νέα όπλα είχαν τεράστια ισχύ. Εξαφάνιζαν με τη μια γειτονιές ολόκληρες. Και μέσα σ’ αυτές, εκατοντάδες, χιλιάδες άνθρωποι, από την μια στιγμή στην άλλη γίνονταν ατμός και εκσφενδονίζονταν ψηλά στην ανώτερη ατμόσφαιρα κι ακόμα παρά πέρα. Μαζί και τα όνειρά τους, οι καημοί τους, οι πόθοι, οι ιδέες, τα ιδανικά τους. Όλα βορά σε ένα τέρας, που για τους ανεπιθύμητους δεν εξασφαλίζει πλέον ούτε μνήμα.

Κι όλοι αυτοί, που μέσα στον πόλεμο μεγάλωσαν, να κλαίνε χωρίς δάκρυα και να φωνάζουν με βουβές κραυγές. Κι απεγνωσμένα ν’ αναζητούν μέσα στα ερείπια κάποιον, που δεν διαμελίστηκε ή δεν εξαερώθηκε, για να τον θάψουν. Λες κι αυτό αποτελούσε κάποια νίκη τραγική. Νίκη ενάντια στην λήθη και στην παραγραφή. Για να θυμίζει ότι κάποτε κάτι έγινε εδώ.

Κάποτε έπεσε μια βόμβα...

(K. Mπούζας: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ, 2008)


Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023

Αρχαία χρώματα



Όταν ο προϊστορικός άνθρωπος προσπαθούσε να ανακαλύψει τον κόσμο που τον περιτριγύριζε, δεν θα μπορούσε να μην σταθεί και στα χρώματα, φαινόμενο, ούτως ή άλλως, από τα εντυπωσιακότερα που συναντούσε στη φύση.

Στα πλαίσια αυτής του της προσπάθειας, εντόπισε κάποια φυσικά υποδείγματα: Τον ουρανό, τη θάλασσα, το δάσος, το χιόνι, το αίμα, τη φωτιά, την καπνιά, τη στάχτη, το ρόδο, τον κρόκο του αυγού, το ίον (βιολέτα), το θειάφι, τον χρυσό, τον άργυρο και τον χαλκό. Με βάση αυτά καθόρισε και τα κυριότερα χρώματά του: Το ουρανί, το γαλάζιο, το πράσινο, το λευκό, το κόκκινο, το πύρινο, το μαύρο, το σταχτί, το ρόδινο, το κρόκινο (πορτοκαλί), το ιώδες (μενεξεδί), το κίτρινο και το ασημί. Παράλληλα, το ουράνιο τόξο και η ανοιξιάτικη βλάστηση στάθηκαν γι’ αυτόν τα πιο αξιόλογα δειγματολόγια χρωμάτων.

Το θέμα συνέχισε να απασχολεί τον άνθρωπο και κατά τους ιστορικούς χρόνους. Οι αρχαίοι Έλληνες, μάλιστα, προχώρησαν στην ουσία, προσπαθώντας να εξετάσουν τη φύση των χρωμάτων. Συγκεκριμένα ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) αντιλήφθηκε ότι υπάρχει χρωματική κλίμακα. Ακόμη ασχολήθηκε, πέρα από τα χρώματα που έχουν από τη φύση τους κάποια αντικείμενα (π.χ. χρυσός, άργυρος), και με τη χρώση (βαφή) των σωμάτων, πως δηλαδή είναι δυνατόν, αυτά να προσλαμβάνουν εκ των υστέρων κάποιο χρώμα από μια ουσία (χρίοντάς τα μ’ αυτήν, ή εμβαπτίζοντάς τα μέσα της). Επίσης μελέτησε – αντίστροφα - και τον αποχρωματισμό τους. Τέλος τον απασχόλησαν και οι διάφορες μίξεις των χρωμάτων και οι παραγόμενες έτσι αποχρώσεις. Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος (285-215 π.Χ.), τώρα, πρόσεξε ότι στο σκοτάδι δεν υπάρχουν χρώματα, καταλήγοντας έτσι στο συμπέρασμα, ότι αυτά είναι απόρροια του φωτός (ανάλογα με τα αντικείμενα στα οποία αυτό προσπίπτει). Τέλος, ο Θεόφραστος, μαθητής του Αριστοτέλη, διερεύνησε κι αυτός το ζήτημα του αποχρωματισμού.

Χρειάστηκαν περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια για να αναλυθεί το φως, και να ανακαλυφθεί ότι τα χρώματα της ίριδας (του ουράνιου τόξου) προκύπτουν απ’ αυτήν ακριβώς την ανάλυση. Ακόμη, για να προσδιοριστούν τα διαφορετικά μήκη κύματος των διαφόρων ακτινοβολιών, που αποτελούν και την αιτία της οπτικής αίσθησης, από εμάς, του ενός ή του άλλου χρώματος αντίστοιχα.

Αν όλα αυτά τα επιστημονικά επιτεύγματα (και πολλά άλλα σχετικά) είναι – αναντίρρητα- πολύ σημαντικά, πόσο εξίσου αξιόλογες δεν ήταν και εκείνες οι πρώτες προσπάθειες. Τότε που ο άνθρωπος, με δέος, προσπαθούσε να κατανοήσει το περιβάλλον του. Και προχωρώντας, βήμα βήμα, έμενε έκθαμβος. Και ονόμαζε ότι έβλεπε γύρω του με μία λέξη: Κόσμος, που θα πει στολίδι.

(Κώστας Μπούζας: 2023)

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2023

Οκτώ λεπτά (Μια φανταστική ιστορία)

 


Το πόρισμα των επιστημόνων δεν επιδεχόταν καμία αμφισβήτηση. Εξάλλου είχε προέλθει από μακροχρόνιες παρατηρήσεις, διεξοδικές μελέτες, αλλά και επανειλημμένες επαληθεύσεις και διασταυρώσεις απόψεων. Και υπήρξε ομοφωνία απ’ όλους. Στις δύο Ιουλίου, στις δέκα ακριβώς το πρωί, ο ήλιος επρόκειτο να εκραγεί...

Η είδηση ήταν συνταρακτική. Βέβαια η έκρηξη αστέρων είναι ένα διαρκώς επαναλαμβανόμενο φαινόμενο στο σύμπαν. Εξάλλου για ότι ζει, υπάρχει μια γέννηση και ένας θάνατος. Δεν θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση τα άστρα. Παρ’ όλα αυτά όμως, ένα γεγονός που σε άλλες περιπτώσεις θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί συνηθισμένο, γίνεται ακόμη και τραγικό όταν σε πλησιάζει, όταν συμβαίνει σε σένα. Και το συγκεκριμένο γεγονός θα συνέβαινε πράγματι πολύ κοντά μας, στην ίδια την γειτονιά μας. Και δεν υπήρξε καμία αμφιβολία από την πλευρά των αστρονόμων, γι’ αυτό που θα γινόταν αμέσως μετά. Οι πλησιέστεροι τουλάχιστον πλανήτες, μεταξύ των οποίων και η γη, θα πυρακτώνονταν από την ασύλληπτα εκτυφλωτική λάμψη και τα τεράστια ποσά θερμότητας κι αμέσως μετά θα καταπίνονταν από την διαστελλόμενη πύρινη μάζα. Εδώ όμως υπήρχε και το εξής παράδοξο. Είναι γνωστό ότι το φως, κινούμενο με την μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα στο σύμπαν, για να φτάσει απ’ τον ήλιο ως την γη χρειάζεται οκτώ λεπτά. Αυτό σήμαινε ότι για οκτώ ολόκληρα λεπτά μετά την έκρηξη, τα πάντα στον ουρανό θα φαίνονταν κανονικά. Μονάχα αφού περνούσε αυτό το χρονικό διάστημα, θα μπορούσαμε ν’ αντικρίσουμε την κοσμική καταστροφή. Και να πεθάνουμε...

Το πρωινό της δεύτερης μέρας του Ιουλίου δεν ήταν σαν όλα τα άλλα. Τα καταστήματα στον κόσμο ολόκληρο δεν άνοιξαν. Ούτε και τα γραφεία. Πουθενά δεν φαινόταν να γίνεται κάποια εργασία. Λες κι επρόκειτο για κάποια παγκόσμια αργία. Οι δρόμοι όλων των μεγαλουπόλεων παρέμειναν έρημοι, χωρίς κίνηση, σαν αρτηρίες δίχως αίμα. Ποιος θα νοιαζόταν πια να τρέξει, να κλείσει συμφωνίες, ν’ αγοράσει, να πουλήσει, να κερδίσει...

Αντίθετα, από νωρίς είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στις πλατείες και στα πάρκα κάποια άλλα άτομα. Ερασιτέχνες αστρονόμοι με τα τηλεσκόπιά τους, φωτογράφοι που ήθελαν να τραβήξουν την καλύτερη φωτογραφία τους, φυσιολάτρες και οικολόγοι για να συντροφέψουν στις τελευταίες του στιγμές τον μελλοθάνατο πλανήτη και τελευταίοι οι ποιητές, βιώνοντας πιο πολύ απ’ όλους την υπαρξιακή αγωνία της πνευματικής δημιουργίας τόσων χιλιάδων χρόνων. Ένα τελευταίο ποίημα ίσως. Μια προσευχή. Ποιος ξέρει. Γι’ αυτόν τον λόγο εξάλλου είχαν παραμείνει κι όλοι οι ναοί ανοιχτοί. Το ίδιο και τα μουσεία. Για όποιον θα ήθελε να τους αφιερώσει μια τελευταία ματιά.

Την ώρα που το ρολόι έδειξε δέκα, τα πάντα ξαφνικά σιώπησαν και μια ολόκληρη ανθρωπότητα φάνηκε να κρατάει την αναπνοή της. Δευτερόλεπτα μετά, τα πάντα έδειχναν ίδια κι όμως δεν ήταν. Ο ήλιος είχε ήδη εκραγεί και ας μην το βλέπαμε εμείς. Είχαν αρχίσει τα οκτώ πιο συνταρακτικά λεπτά στην ιστορία του κόσμου.

Τι μπορεί να κάνει κάποιος σε τόσο λίγο χρόνο. Να νοσταλγήσει; Να κάνει ένα τηλεφώνημα σε αγαπημένα πρόσωπα; Να νοιώσει τύψεις για τα λόγια του, που πλήγωσαν κάποιο χαμένο φίλο; Να τραγουδήσει ένα παλιό, αγαπημένο τραγούδι; Να κοιτάξει για μια φορά ακόμη απ’ την βεράντα την πόλη του; Να πει ένα τελευταίο σ’ αγαπώ; Να κλάψει;

Νοιώθαν τον χρόνο να κυλάει τόσο γρήγορα. Άλλοι πάλι είχαν παραλύσει και το κάθε λεπτό τους φαινόταν αιώνας. Κι όλοι κοιτούσαν με δέος το φάντασμα του ήλιου στον ουρανό και μ’ αγωνία περίμεναν το πεπρωμένο. Δευτερόλεπτα πριν από την συμπλήρωση των οκτώ λεπτών, επικράτησε και πάλι εκείνη η απόλυτη σιωπή. Τα νεύρα τέντωσαν στα πρόσωπα, τα χέρια σφίξαν σε γροθιές, το αίμα πάγωσε στις φλέβες και τα μάτια, όσα δεν κλείσαν, γούρλωσαν έντρομα, σαν να ’ταν έτοιμα να πεταχτούν έξω απ’ τις κόγχες.

Η καταστροφή δεν ήρθε ποτέ. Οι επιστήμονες μίλησαν για έκτακτα και ασυνήθη αστρονομικά φαινόμενα, που είχαν σαν αποτέλεσμα την αλλοίωση των δεδομένων, με συνέπεια την εξαγωγή εσφαλμένων συμπερασμάτων. Όποια κι αν ήταν η αιτία, μικρή σημασία είχε. Το υπέροχο ήταν ότι ο ήλιος δεν είχε εκραγεί. Κι όμως, είχαν γίνει κάποιες εκρήξεις και μάλιστα αλυσιδωτές. Ιδεών σε μυαλά. Τύψεων σε συνειδήσεις. Αισθημάτων σε ψυχές. Κι ιδανικών λησμονημένων και αρετών. Κι οδήγησαν σε πράξεις αγάπης, υπέρβασης και αυτοθυσίας. Το ημερολόγιο έδειχνε δύο Ιουλίου. Ήταν η μέρα που όλοι μαζί οι άνθρωποι του πλανήτη έστρεψαν το κεφάλι τους ψηλά, στον ουρανό...


(K. Mπούζας: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ, 2008)

Δευτέρα 12 Ιουνίου 2023

Αρχαίοι άνεμοι



Σύμφωνα με την αρχαία Ελληνική μυθολογία, οι άνεμοι ήταν θεότητες. Κατά τον Ησίοδο ήταν οι: Βορέας, Νότος, Ζέφυρος, ενώ ο Όμηρος προσθέτει σ’ αυτούς και τον Εύρο. Ήταν παιδιά του Αστραίου και της Ηούς (Αυγής). Ταμίας τους, διορισμένος από τον Δία, ήταν ο Αίολος, ο οποίος τους κρατούσε μέσα στον ασκό του και τους άφηνε με εντολή του αρχηγού των θεών.

Στην Αθήνα, τώρα, στους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης, στην Πλάκα, σώζεται ένα αρχαίο οκτάγωνο κτίσμα, πλευράς 3,20 μέτρων και ύψους 12 μέτρων, κατασκευασμένο από Πεντελικό μάρμαρο, χωρίς κίονες και με δύο θύρες, μία προς τον Βορρά και μία προς την Δύση. Η επίσημη ονομασία του είναι “Ωρολόγιον του Κυρρήστου” και θεωρείται ότι το ανήγειρε ο Έλληνας αστρονόμος Ανδρόνικος Κύρρηστος τον πρώτο αιώνα π.Χ., καθιερώθηκε, όμως, να ονομάζεται “Αέρηδες”, γιατί στις οκτώ μετόπες του φαίνονται ανάγλυφοι οι κύριοι οκτώ άνεμοι, ενώ στην κορυφή του υπήρχε ορειχάλκινος ανεμοδείκτης.

Συγκεκριμένα, οι άνεμοι εικονίζονται σαν άντρες φτερωτοί που ίπτανται, οι χειμωνιάτικοι μέσης ή μεγαλύτερης ηλικίας, με βαριά ρούχα και μπότες, ενώ αντίθετα οι καλοκαιρινοί νέοι, με ελαφρά ρούχα, μερικοί μάλιστα και ξυπόλυτοι. Φέρουν, μάλιστα, ο καθένας και ένα σύμβολο, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του. Υπάρχουν, τέλος, χαραγμένα και τα ονόματά τους. Αναλυτικά είναι οι εξής (εντός παρενθέσεως σημειώνονται και τα κοινά, νεώτερα ονόματά τους):

- Ο Βόρειος “Βορέας” (“Τραμουντάνα”), παγωμένος και βουερός, κρατάει ένα κοχύλι και φυσάει μέσα απ’ αυτό.

- Ο Βορειοανατολικός “Καικίας” (“Γραίγος”), χειμωνιάτικος κι αυτός, κουβαλάει μια ασπίδα, από την οποία ρίχνει χαλάζι.

- Ο Ανατολικός “Απηλιώτης” (“Λεβάντες”), ευχάριστος Φθινοπωρινός άνεμος, μεταφέρει καρπούς.

- Ο Νοτιοανατολικός “Εύρος” (“Σιρόκος”) είναι άλλοτε ισχυρός, οπότε προκαλεί φουρτούνες, και άλλοτε ήπιος, οπότε προκαλεί υγρασία και καταχνιά. Εικονίζεται με ταραγμένα ρούχα και κρύβοντας το πρόσωπό του.

- Ο Νότιος “Νότος” (“Όστρια”) φέρνει απαλές συνεχείς βροχές, γι’ αυτό και είναι ο αγαπημένος των γεωργών. Φαίνεται να κρατάει ένα αγγείο, το οποίο αδειάζει ποτίζοντας τη γη.

- Ο Νοτιοδυτικός “Λιψ”, δηλαδή ο “Λίβας” (“Γαρμπής”), ούριος και γι’ αυτό αγαπημένος των ναυτικών, σπρώχνει ένα πλοίο από το οποίο έχει αναπαρασταθεί η απόληξη της πρύμνης του.

- Ο Δυτικός “Ζέφυρος” (“Πουνέντες”), ευχάριστος ανοιξιάτικος άνεμος, φέρνει λουλούδια.

- Ο Βορειοδυτικός “Σκίρων” (“Μαΐστρος”), προκαλεί συχνά καταιγίδες και καταστροφές, γι’ αυτό φαίνεται να αδειάζει απότομα μια υδρία.

Στο κτίριο υπάρχουν, ακόμη, κάτω από τις προσωποποιήσεις που προαναφέρθηκαν, εγχάρακτες ακτίνες σε διάφορους σχηματισμούς, οι οποίες αποτελούσαν ηλιακό ρολόι. Επί πλέον, στο εσωτερικό του υπήρχε εγκατάσταση υδραυλικού ρολογιού, για τις ανήλιες μέρες. Δίκαια λοιπόν οι “Αέρηδες”, δηλαδή το “Ωρολόγιον του Κυρρήστου”, ή και “Πύργος των ανέμων”, όπως το ονόμασε ο Βιτρούβιος, θεωρείται ως ο αρχαιότερος μετεωρολογικός – ωρομετρικός σταθμός του κόσμου.

(Κώστας Μπούζας: 2023)