Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2023

Την ώρα που έπεσε η βόμβα (κάπου στον κόσμο)



Κάποτε τον ονόμασαν φόνο. Άλλοτε ατύχημα. Άλλες φορές πάλι, ανθρωπιστική καταστροφή ή και παράπλευρη απώλεια. Πίσω όμως απ’ όλα αυτά τα προσωπεία, δεν έπαυε να είναι θάνατος. Απόλυτος και αδυσώπητος...

Ήταν η ώρα που το υπαίθριο παζάρι ήταν γεμάτο από κόσμο. Πολύχρωμο μελίσσι που πηγαινοερχόταν πέρα - δώθε, ανάμεσα σε ξύλινους πάγκους και σε πάνινες ομπρέλες. Λίγα τα αγαθά κι η φτώχεια είχε περισσέψει. Μαζί της όμως είχε περισσέψει κι η ζωντάνια και η όρεξη για ζωή. Να ‘ταν έτσι η ψυχολογία του λαού, ή μήπως ήταν ένα πείσμα που ορθωνόταν ενάντια στους δίσεκτους καιρούς;

Οι υπαίθριοι έμποροι τραγουδιστά διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, σαν ερασιτέχνες ηθοποιοί που συμμετείχαν σε πλανόδιο θίασο. Και οι γυναίκες του λαού, καλοσυνάτες, πρόσχαρες, με το ‘να χέρι να σηκώνουν τη φούστα την μακριά για να μην σέρνεται στην σκόνη και με το άλλο να χειρονομούν μιλώντας ακατάπαυστα. Καθώς τους χάζευες σ’ αυτό το ιδιόρρυθμο θέατρο του δρόμου, το ‘νοιωθες μέσα σου βαθιά. Ήταν κάτι παραπάνω από παζάρι.

Λίγο πιο πέρα τα παιδιά, ντυμένα με κουρέλια και ξυπόλητα, έπαιζαν ανέμελα, άλλα με ένα τόπι αυτοσχέδιο, φτιαγμένο από τυλιγμένα πανιά και άλλα τσουλώντας προς την μεριά της κατηφόρας μια παλιά ξεχαρβαλωμένη σαμπρέλα, που ‘χαν τυχαία ανακαλύψει. Ήταν και μερικά, λιγάκι πιο μικρά αυτά, που κυνηγιόνταν κι έτρεχαν γύρω γύρω γελώντας, καθώς ξεχείλιζε από μέσα τους εκείνη η αβάσταχτη χαρά, που μονάχα απ’ τις ψυχές τις παιδικές άφθονη αναβλύζει.

Και τότε έπεσε η βόμβα...

Μήτε που πρόλαβε κανείς κάτι να δει, μήτε ν’ ακούσει. Ούτε συναγερμός χτύπησε, ούτε σειρήνες. Έγιναν όλα τόσο ξαφνικά. Ίσως και να ‘ταν καλύτερα έτσι, καθώς ο θάνατος γίνεται αβάσταχτος όταν προαναγγέλλει την άφιξή του. Έτσι κι αλλιώς ελπίδα σωτηρίας δεν υπήρχε. Τα νέα όπλα είχαν τεράστια ισχύ. Εξαφάνιζαν με τη μια γειτονιές ολόκληρες. Και μέσα σ’ αυτές, εκατοντάδες, χιλιάδες άνθρωποι, από την μια στιγμή στην άλλη γίνονταν ατμός και εκσφενδονίζονταν ψηλά στην ανώτερη ατμόσφαιρα κι ακόμα παρά πέρα. Μαζί και τα όνειρά τους, οι καημοί τους, οι πόθοι, οι ιδέες, τα ιδανικά τους. Όλα βορά σε ένα τέρας, που για τους ανεπιθύμητους δεν εξασφαλίζει πλέον ούτε μνήμα.

Κι όλοι αυτοί, που μέσα στον πόλεμο μεγάλωσαν, να κλαίνε χωρίς δάκρυα και να φωνάζουν με βουβές κραυγές. Κι απεγνωσμένα ν’ αναζητούν μέσα στα ερείπια κάποιον, που δεν διαμελίστηκε ή δεν εξαερώθηκε, για να τον θάψουν. Λες κι αυτό αποτελούσε κάποια νίκη τραγική. Νίκη ενάντια στην λήθη και στην παραγραφή. Για να θυμίζει ότι κάποτε κάτι έγινε εδώ.

Κάποτε έπεσε μια βόμβα...

(K. Mπούζας: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ, 2008)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου