Όταν ο προϊστορικός άνθρωπος προσπαθούσε να ανακαλύψει τον κόσμο που τον περιτριγύριζε, δεν θα μπορούσε να μην σταθεί και στα χρώματα, φαινόμενο, ούτως ή άλλως, από τα εντυπωσιακότερα που συναντούσε στη φύση.
Στα πλαίσια αυτής του της προσπάθειας, εντόπισε κάποια φυσικά υποδείγματα: Τον ουρανό, τη θάλασσα, το δάσος, το χιόνι, το αίμα, τη φωτιά, την καπνιά, τη στάχτη, το ρόδο, τον κρόκο του αυγού, το ίον (βιολέτα), το θειάφι, τον χρυσό, τον άργυρο και τον χαλκό. Με βάση αυτά καθόρισε και τα κυριότερα χρώματά του: Το ουρανί, το γαλάζιο, το πράσινο, το λευκό, το κόκκινο, το πύρινο, το μαύρο, το σταχτί, το ρόδινο, το κρόκινο (πορτοκαλί), το ιώδες (μενεξεδί), το κίτρινο και το ασημί. Παράλληλα, το ουράνιο τόξο και η ανοιξιάτικη βλάστηση στάθηκαν γι’ αυτόν τα πιο αξιόλογα δειγματολόγια χρωμάτων.
Το θέμα συνέχισε να απασχολεί τον άνθρωπο και κατά τους ιστορικούς χρόνους. Οι αρχαίοι Έλληνες, μάλιστα, προχώρησαν στην ουσία, προσπαθώντας να εξετάσουν τη φύση των χρωμάτων. Συγκεκριμένα ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) αντιλήφθηκε ότι υπάρχει χρωματική κλίμακα. Ακόμη ασχολήθηκε, πέρα από τα χρώματα που έχουν από τη φύση τους κάποια αντικείμενα (π.χ. χρυσός, άργυρος), και με τη χρώση (βαφή) των σωμάτων, πως δηλαδή είναι δυνατόν, αυτά να προσλαμβάνουν εκ των υστέρων κάποιο χρώμα από μια ουσία (χρίοντάς τα μ’ αυτήν, ή εμβαπτίζοντάς τα μέσα της). Επίσης μελέτησε – αντίστροφα - και τον αποχρωματισμό τους. Τέλος τον απασχόλησαν και οι διάφορες μίξεις των χρωμάτων και οι παραγόμενες έτσι αποχρώσεις. Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος (285-215 π.Χ.), τώρα, πρόσεξε ότι στο σκοτάδι δεν υπάρχουν χρώματα, καταλήγοντας έτσι στο συμπέρασμα, ότι αυτά είναι απόρροια του φωτός (ανάλογα με τα αντικείμενα στα οποία αυτό προσπίπτει). Τέλος, ο Θεόφραστος, μαθητής του Αριστοτέλη, διερεύνησε κι αυτός το ζήτημα του αποχρωματισμού.
Χρειάστηκαν περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια για να αναλυθεί το φως, και να ανακαλυφθεί ότι τα χρώματα της ίριδας (του ουράνιου τόξου) προκύπτουν απ’ αυτήν ακριβώς την ανάλυση. Ακόμη, για να προσδιοριστούν τα διαφορετικά μήκη κύματος των διαφόρων ακτινοβολιών, που αποτελούν και την αιτία της οπτικής αίσθησης, από εμάς, του ενός ή του άλλου χρώματος αντίστοιχα.
Αν όλα αυτά τα επιστημονικά επιτεύγματα (και πολλά άλλα σχετικά) είναι – αναντίρρητα- πολύ σημαντικά, πόσο εξίσου αξιόλογες δεν ήταν και εκείνες οι πρώτες προσπάθειες. Τότε που ο άνθρωπος, με δέος, προσπαθούσε να κατανοήσει το περιβάλλον του. Και προχωρώντας, βήμα βήμα, έμενε έκθαμβος. Και ονόμαζε ότι έβλεπε γύρω του με μία λέξη: Κόσμος, που θα πει στολίδι.
(Κώστας Μπούζας: 2023)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου