Κάθεται μόνος στη γωνιά του ο γέρος κι αναπολεί την περασμένη νιότη του.
Να, σαν να ‘ταν τώρα αισθάνεται τα πόδια του γερά, να τον βαστάνε, κι αυτός να τρέχει, να χορεύει. Και το κορμί του, κορμί λεβέντη δυνατό. Τα μπράτσα του ατσάλι, το βλέμμα του φωτιά… Τα κουρασμένα μάτια του τον πρόδωσαν απόψε, κι έτσι κι αυτός, το βιβλίο του αφήνοντας στην άκρη, βυθίστηκε στις σκέψεις.
Να, σαν να ‘ταν τώρα θυμάται τους φίλους τους παλιούς που φύγαν. Πολλούς τους πήρε η ζωή, ο θάνατος τους άλλους. Και τον αφήσαν μόνο του, έξω απ’ την παρέα.
Να, σαν να ‘ταν τώρα αναπολεί τον έρωτα. Φέρνει στο νου παλιές αγαπημένες και φιλιά τους στέλνει. Αχ, να μπορούσε να τους πει πως σημαδέψαν τη ζωή του. Πως την ψυχή του διαπέρασαν και έμειναν εκεί για πάντα, σύντροφοί του, με όσα του χαρίσαν. Ξέχασε όμως του έρωτα τα λόγια τώρα πια, και να τα θυμηθεί φοβάται.
Να, σαν να ‘ταν τώρα νοιώθει χαρές και λύπες που ‘φυγαν. Έτσι σκέτες, χωρίς να είναι εκεί και οι αιτίες τους. Τις έσβησε ο χρόνος. Μπροστά του έρχονται μάχες προσωπικές που έδωσε. Νίκες και ήττες. Και ξέρει ότι έδωσε τον αγώνα τον καλό.
Να, σαν να ‘ταν τώρα φέρνει μπροστά του των γονιών του τα πρόσωπα. Και τι παράξενο, είναι νέοι σαν τότε που ήτανε παιδί κι είναι αυτός ο γέρος. Και του γελούν χαρούμενα, πειράγματα του κάνουν. Του λένε πως ο χρόνος είναι ένα παιδί ανέμελο που παίζει.
Κάθεται μόνος στη γωνιά του ο γέρος και περιμένει το τέλος, με ηρεμία μα και μ’ έξαψη συνάμα. Έχει ακόμη κάτι να προσμένει. Τον έχει βαθύτατα η ιδέα συγκλονίσει, πως σαν φτάσει εκείνη η ώρα η μεγάλη του Θεού, μονάχα μια στιγμή θα είναι αρκετή. Ύστερα πια θα ξέρει…
(Κ. Μπούζας: ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ, 2009)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου