Εν αρχή ην ο προϋπάρχων Λόγος,
ο ποιητικός. Εν αρχή ην και ο Θείος Έρως.
Και τα αρχέτυπα σύμβολα – ιδέες.
Εν αρχή ην, ποιητική αδεία, και ο ποιητής. Σκοπός του, μαζί κι όνειρο, να ψαύσει το νήμα της Δημιουργίας, απ’ τη στιγμή την πρώτη ίσαμε το τέλος, και μαρτυρία να χαρίσει με τον στίχο του. Κτήμα ανθρώπων ες αεί.
Και εστοχάσθη ο Κοσμών τα Σύμπαντα κι απηύθυνε Άγιο Λόγο. Γεννηθήτω Φως. Κι ιδού μυστήριον μέγα. Φως εκπορεύθηκε λαμπρό ο προϋπάρχων Λόγος. Το Έν, το αναλλοίωτο, το πρώτο, η αιτία. Το άϋλο κι αιώνιο απέκτησε εικόνα. Η αστείρευτη η δύναμη, συνάμα κι η ουσία, κρύφτηκε μέσα στην μορφή που η ίδια περιέχει. Η ύλη πια γεννήθηκε. Η Δημιουργία υπήρξε.
Είναι ο Ών, άρθρωσε λόγο ο ποιητής. Κι ήταν το μόνο – ή το όλον – που κατόρθωσε να πει. Νόμοι, τότε, νοήθηκαν δεινοί των ταπεινών πλασμάτων. Ο Χρόνος, μοιραίο αποτέλεσμα γι’ αυτό που έχει αρχή. Ο Χώρος, το όριο του χρόνου. Πεδίο εκδήλωσης της ύλης. Της κάθε κίνησης μοιραίο σκηνικό.
Κι ο ποιητής ένοιωσε δέος. Κι εκφράστηκε με μύθο. Ο Κύκλος συμπληρώθηκε.
Η Τετρακτύς εφάνη. Τέσσερις οι ορίζοντες. Το ίδιο οι εποχές. Και τα στοιχεία τέσσερα, μαζί και ο λεπτοφυής αιθήρ, ο μορφοποιητής. Και τα στοιχεία πάλεψαν. Κόσμος εσχηματίσθη. Η Τάξις εγεννήθη.
Κι ο ποιητής το κάλλος θαύμασε. Και το ανείπωτο τραγούδησε με ύμνο.
Και ο Νους εμφύσησε πνοή. Της τάξης ύψιστη στιγμή, η ύπαρξη των όντων. Ζωή, ψυχή. Κι ιδού μυστήριον μέγα. Εικόνα και ομοίωση, εκεί στην κορυφή. Ένωση ύλης – πνεύματος.
Κι ο ποιητής, συνεπαρμένος πια, φαντάσθηκε. Και δύναμη φυσική δεν αντιτάχθηκε όπου υπήρξε αγάπη. Και Τέχνη δημιουργήθηκε για χάρη τόσου κόπου. Έργα λαμπρά σμιλεύτηκαν. Στον πόθο τον ανθρώπινο δόθηκε ατραπός.
Κι ο ποιητής, σίγουρος πια γι’ αυτόν τον δρόμο που 'χε πάρει, ερεύνησε. Εράν το ευ, το σύνθημά του. Και γνώρισε αλήθειες. Και γράμματα σχημάτισε. Και σκέψεις αποτύπωσε. Ηγέτες τότε φάνηκαν πολλοί κι οδήγησαν τα πλήθη. Πεφωτισμένοι οδηγοί σε δρόμους βάδισαν σοφίας κι αρετής. Και πριν χαθούν κατέδειξαν. Πάντοτε με παράδειγμα. Πολλές φορές και με εκούσια – σαν του Σωκράτους – υπέροχη θυσία.
Ακούω το τραγούδι του ποιητή. Φωτιά γενναία που δεν σταματάς να καις. Φύσημα που δεν κόπασες ποτέ σου, φούσκωσε κι άλλο τα πανιά, γι ακόμα πιο ψηλά. Χάρος μην σε τρομάξει. Το άγνωστο μη φοβηθείς. Ψέμα να μην καταδεχτείς ποτέ για παρηγόρια. Σαν έτοιμος από καιρό, σαν εσέ που αξιώθηκες μια τέτοια χάρη, ατένισε…..
Γαλήνη, αρμονία, ομορφιά. Το μέγιστο βυθίστηκε στο άπειρα μικρό, κι αυτό υψώθη αγγίζοντας τον ύψιστο ουρανό.
Κι ο ποιητής, μαγεμένος, θέλει ν’ απλωθεί και την Ουράνια Πατρίδα του ν΄αγγίξει. Κι αγωνιά, καθώς φοβάται για το τέλος του Σύμπαντος, αυτού του αγαπημένου του, που κάποτε θα έρθει. Μα πάλι μέσα του υπάρχει η ελπίδα. Σύμπαντα και άλλα ίσως να υπάρχουν. Κι εξ άλλου, ο Λόγος ο προϋπάρχων, ο ποιητικός, κι ο Θείος Έρως, θα υπάρχουν πάντα. Ίσως να φτιάξουν νέους ουρανούς. Το τέλος τότε θα 'ναι μια αρχή.
Κι ο ποιητής τότε προσεύχεται, άνω θρώσκων, σε μια παρουσία παντοδύναμη, γεμάτη αγάπη. Απέραντη κι ασύλληπτη μαζί. Στο άπειρο αναζητά το σώμα της και στην απόλυτη σιγή το όνομά της…..
Αγγίζοντας το τέλος, υπάρχει ακόμη ο ποιητής. Αυτός που μέσα στου χρόνου τη ροή άρθρωσε λόγο. Ένοιωσε δέος και μύθο διατύπωσε. Το κάλλος θαύμασε και έκφρασε τ’ ανείπωτο. Τον συνεπήρε η ομορφιά. Φαντάστηκε, ερεύνησε αλήθειες, τραγούδησε, μαγεύτηκε. Το βλέμμα του ύψωσε ψηλά και προσευχήθηκε.
Υπάρχει, κατά χάριν, ακόμη ο ποιητής. Για να μπορεί μορφές να πλάθει απ’ τον θαυμασμό μας. Στο επιφώνημά μας να χαρίζει εικόνα. Για να ανακαλύπτει διαρκώς ποιός και τι μέσα στο χάος δεν είναι χάος, και να του δίνει διάρκεια. Και να του δίνει χώρο.
(Κώστας Μπούζας, 2014)
Και τα αρχέτυπα σύμβολα – ιδέες.
Εν αρχή ην, ποιητική αδεία, και ο ποιητής. Σκοπός του, μαζί κι όνειρο, να ψαύσει το νήμα της Δημιουργίας, απ’ τη στιγμή την πρώτη ίσαμε το τέλος, και μαρτυρία να χαρίσει με τον στίχο του. Κτήμα ανθρώπων ες αεί.
Και εστοχάσθη ο Κοσμών τα Σύμπαντα κι απηύθυνε Άγιο Λόγο. Γεννηθήτω Φως. Κι ιδού μυστήριον μέγα. Φως εκπορεύθηκε λαμπρό ο προϋπάρχων Λόγος. Το Έν, το αναλλοίωτο, το πρώτο, η αιτία. Το άϋλο κι αιώνιο απέκτησε εικόνα. Η αστείρευτη η δύναμη, συνάμα κι η ουσία, κρύφτηκε μέσα στην μορφή που η ίδια περιέχει. Η ύλη πια γεννήθηκε. Η Δημιουργία υπήρξε.
Είναι ο Ών, άρθρωσε λόγο ο ποιητής. Κι ήταν το μόνο – ή το όλον – που κατόρθωσε να πει. Νόμοι, τότε, νοήθηκαν δεινοί των ταπεινών πλασμάτων. Ο Χρόνος, μοιραίο αποτέλεσμα γι’ αυτό που έχει αρχή. Ο Χώρος, το όριο του χρόνου. Πεδίο εκδήλωσης της ύλης. Της κάθε κίνησης μοιραίο σκηνικό.
Κι ο ποιητής ένοιωσε δέος. Κι εκφράστηκε με μύθο. Ο Κύκλος συμπληρώθηκε.
Η Τετρακτύς εφάνη. Τέσσερις οι ορίζοντες. Το ίδιο οι εποχές. Και τα στοιχεία τέσσερα, μαζί και ο λεπτοφυής αιθήρ, ο μορφοποιητής. Και τα στοιχεία πάλεψαν. Κόσμος εσχηματίσθη. Η Τάξις εγεννήθη.
Κι ο ποιητής το κάλλος θαύμασε. Και το ανείπωτο τραγούδησε με ύμνο.
Και ο Νους εμφύσησε πνοή. Της τάξης ύψιστη στιγμή, η ύπαρξη των όντων. Ζωή, ψυχή. Κι ιδού μυστήριον μέγα. Εικόνα και ομοίωση, εκεί στην κορυφή. Ένωση ύλης – πνεύματος.
Κι ο ποιητής, συνεπαρμένος πια, φαντάσθηκε. Και δύναμη φυσική δεν αντιτάχθηκε όπου υπήρξε αγάπη. Και Τέχνη δημιουργήθηκε για χάρη τόσου κόπου. Έργα λαμπρά σμιλεύτηκαν. Στον πόθο τον ανθρώπινο δόθηκε ατραπός.
Κι ο ποιητής, σίγουρος πια γι’ αυτόν τον δρόμο που 'χε πάρει, ερεύνησε. Εράν το ευ, το σύνθημά του. Και γνώρισε αλήθειες. Και γράμματα σχημάτισε. Και σκέψεις αποτύπωσε. Ηγέτες τότε φάνηκαν πολλοί κι οδήγησαν τα πλήθη. Πεφωτισμένοι οδηγοί σε δρόμους βάδισαν σοφίας κι αρετής. Και πριν χαθούν κατέδειξαν. Πάντοτε με παράδειγμα. Πολλές φορές και με εκούσια – σαν του Σωκράτους – υπέροχη θυσία.
Ακούω το τραγούδι του ποιητή. Φωτιά γενναία που δεν σταματάς να καις. Φύσημα που δεν κόπασες ποτέ σου, φούσκωσε κι άλλο τα πανιά, γι ακόμα πιο ψηλά. Χάρος μην σε τρομάξει. Το άγνωστο μη φοβηθείς. Ψέμα να μην καταδεχτείς ποτέ για παρηγόρια. Σαν έτοιμος από καιρό, σαν εσέ που αξιώθηκες μια τέτοια χάρη, ατένισε…..
Γαλήνη, αρμονία, ομορφιά. Το μέγιστο βυθίστηκε στο άπειρα μικρό, κι αυτό υψώθη αγγίζοντας τον ύψιστο ουρανό.
Κι ο ποιητής, μαγεμένος, θέλει ν’ απλωθεί και την Ουράνια Πατρίδα του ν΄αγγίξει. Κι αγωνιά, καθώς φοβάται για το τέλος του Σύμπαντος, αυτού του αγαπημένου του, που κάποτε θα έρθει. Μα πάλι μέσα του υπάρχει η ελπίδα. Σύμπαντα και άλλα ίσως να υπάρχουν. Κι εξ άλλου, ο Λόγος ο προϋπάρχων, ο ποιητικός, κι ο Θείος Έρως, θα υπάρχουν πάντα. Ίσως να φτιάξουν νέους ουρανούς. Το τέλος τότε θα 'ναι μια αρχή.
Κι ο ποιητής τότε προσεύχεται, άνω θρώσκων, σε μια παρουσία παντοδύναμη, γεμάτη αγάπη. Απέραντη κι ασύλληπτη μαζί. Στο άπειρο αναζητά το σώμα της και στην απόλυτη σιγή το όνομά της…..
Αγγίζοντας το τέλος, υπάρχει ακόμη ο ποιητής. Αυτός που μέσα στου χρόνου τη ροή άρθρωσε λόγο. Ένοιωσε δέος και μύθο διατύπωσε. Το κάλλος θαύμασε και έκφρασε τ’ ανείπωτο. Τον συνεπήρε η ομορφιά. Φαντάστηκε, ερεύνησε αλήθειες, τραγούδησε, μαγεύτηκε. Το βλέμμα του ύψωσε ψηλά και προσευχήθηκε.
Υπάρχει, κατά χάριν, ακόμη ο ποιητής. Για να μπορεί μορφές να πλάθει απ’ τον θαυμασμό μας. Στο επιφώνημά μας να χαρίζει εικόνα. Για να ανακαλύπτει διαρκώς ποιός και τι μέσα στο χάος δεν είναι χάος, και να του δίνει διάρκεια. Και να του δίνει χώρο.
(Κώστας Μπούζας, 2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου