Η πόλη δεν κοιμάται ποτέ. Την βρίσκεις συνεχώς μπροστά σου. Πλανεύτρα μάγισσα, λατρεύει να σου κεντρίζει τις αισθήσεις. Φιλάρεσκη σαν όλες τις γυναίκες, κάθε βράδυ φοράει τα καλά της. Τα φώτα, τα στολίδια της και πάντα το ίδιο φόρεμα. Το μαύρο του βελούδου. Είναι η ώρα που το απαλό το αεράκι, ο Ζέφυρος, σε σέρνει απ’ τη μύτη και σ’ οδηγεί κάτω εκεί στην προκυμαία. Να κουβεντιάσεις με το κύμα. Ο λόγος μυστικός και ακατάληπτος, ώσπου η μυσταγωγία τέλος παίρνει απ’ τα πυροτεχνήματα στο φάρο.
Η πόλη σου φωνάζει: Το βλέμμα στρέψε προς εμένα. Είμαι εδώ. Στο κάλεσμα της σαγηνεύτρας γόησσας, τι άλλο, υπακούς. Τα φώτα, φώτα πολύχρωμα από τα μπαρ, τις παμπ, τα καφέ, χορεύουνε σε ροκ ρυθμό, με έναν σκοπό μοναδικό. Να σε κερδίσουν.
Οι άνθρωποι, μελίσσι. Χιλιάδες οι ανάσες, οι ψυχές, οι προσδοκίες. Χιλιάδες και οι μοναξιές. Τα όνειρα εκείνα τα βουβά και τ’ ανεκπλήρωτα. Μα άλλα τόσα και αυτά που ακατάπαυστα γεννιούνται κάθε τόσο. Τόσα πολλά, που μάταια προσπαθούμε να τα βάλουμε σε τάξη. Μα τα κρατάμε όλα. Απόθεμα να έχουμε στις δύσκολες τις ώρες. Κι εσύ τι άλλο πια μπορείς να κάνεις, παρά να ταξιδέψεις. Περιηγητής των σύγχρονων καιρών. Γίνεσαι ένα με ψυχές, ήχους, εικόνες, χρώματα. Και αναδύεσαι, αισθαντικός όσο ποτέ, σε σύμπαντα παράλληλα. Χίλια σκιρτήματα ψυχών γίνονται χίλιοι νόμοι και των κορμιών το λίκνισμα αλάνθαστο σημάδι. Μάτια, χιλιάδες μάτια σε μετρούν χορεύοντας. Σειρήνες, της νύχτας υπηρέτριες πιστές. Ρούχα ακριβά, κοσμήματα, σκιά στα μάτια, αρώματα. Φτιαγμένο βάδισμα, μίνι καυτά, λόγια πολλά... Είναι μικρός ο σύγχρονος Θησέας και τούτος ο λαβύρινθος μεγάλος.
Η πόλη δεν ξεκουράζεται ποτέ. Ούτε κι η μέρα λύνει την σαγήνη. Είναι η ώρα που το φως του ήλιου δίνει γλύκα στις μορφές. Το μυστήριο διπλώνεται, υποχωρεί και δίνει την θέση του σε εικόνες απαστράπτουσες. Καθρέφτες τ’ ουρανού τα μάτια, μυριάδες ουράνια τόξα φυλακίζουν. Δεν έχουν άδικο αυτοί που λένε, ότι μονάχα στο άπλετο το φως το κάλλος βρίσκει την ύψιστη έκφρασή του.
Τεντώνουν τον λαιμό τους τα λουλούδια, ευλογημένης γύρης δέκτες. Παίρνει να κελαηδάει το πουλί μες στο κλουβί, καλώντας και τ’ άλλα να υμνήσουν την ζωή. Και το απαλό το θρόισμα των δέντρων κάτι λέει. Κάτι που ακούγεται στων πάρκων τις γωνιές, μα και εκεί που είναι στοιχισμένα. Και τα πουλιά τ’ αδέσποτα, οι αλήτες, το ακούν. Γι’ αυτό και σύντροφοί τους γίνονται αχώριστοι, πιστοί. Κι η χλόη ακόμη, η τόσο εύπιστη αντίκρυ στον αγέρα, κάτι θαρρείς πως μουρμουρίζει. Ως και οι γκρίζοι γίγαντες της πόλης, τα εκτρώματα τα δύσμορφα, γλυκαίνουν στο σύνθημα του ήλιου του αφέντη. Θα έλεγες πως τα υποχρεώνει κάποια γενική κατακραυγή. Το σκηνικό το εξαίσιο οι κοπέλες συμπληρώνουν. Λυγερόκορμες, γλυκές, αφόρητα όμορφες όλες τους, πάντοτε να βαδίζουν βιαστικά, τα βλέμματα τα γύρω ανιχνεύοντας. Τι θαυμαστό παιχνίδι της φύσης...
Η πόλη είναι μάννα φιλόστοργη. Γίνεται κόσμος για σένα. Αυτός που πόθησες στα πιο βαθιά όνειρά σου, αυτός που συνήθισες, αυτός που συμβιβάστηκες μαζί του. Ακόμα και γι’ αυτούς που διαφωνούν μαζί της προνοεί, δημιουργώντας τα λογής λογής περιθώριά της. Μια γειτονιά, ένας δρόμος, μια στοά, ένα στέκι, γίνονται όαση για τις αγνοούμενες ψυχές.
Πόλεις λοιπόν μέσα στην πόλη, ίσως παράλληλες. Πόλεις κάτω απ’ την πόλη, ίσως υποσυνείδητες. Πόλεις πάνω απ’ την πόλη, ίσως υπεραισθητές. Και η ανίχνευσή τους, μια πολεοδομία μεταφυσική, που ξεδιπλώνεται στους αόρατους χάρτες της ψυχής μας...
(K. Mπούζας: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ, 2008)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου