Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

Στα βήματα του Θησέα


Είναι μεγάλος τούτος ο λαβύρινθος των σύγχρονων καιρών. Και ο Μινώταυρος που ‘ναι κρυμμένος στα σκοτεινά έγκατά του, θηρίο άγριο και φοβερό. Κατασπαράσσει αλύπητα όλους αυτούς που έχουν την ατυχία να βρεθούν στον δρόμο του. Ανθρώπους, λαούς, χώρες ολόκληρες. Δεν κάνει εξαιρέσεις σε κανέναν. Όλοι οφείλουν τον δικό τους φόρο αίματος, εφ’ όσον απ’ τον ζοφερό του κόσμο διαφέρουν.

Κι αυτός ο νέος, ο Θησέας, που μπρος στην είσοδό του έχει σταθεί, είναι γενναίος. Και είναι αποφασισμένος να μην παραδοθεί αμαχητί. Τον φόρο αίματος δεν αναγνώρισε ποτέ του και πρόκειται να πολεμήσει. Κι αν πέσει, τούτο προτιμά να είναι στο πεδίο της τιμής.
Κι αυτή η πανώρια κόρη δίπλα του, είναι η Αριάδνη. Μ’ έρωτος φλόγα η θεά Αφροδίτη την εμψύχωσε κι έτσι τα μυστικά της μάχης του αποκάλυψε κι όπλα του χάρισε, πολύτιμα εφόδια στον άνισο αγώνα. Μαζί και την ευχή της.

Δύσκολη η περιπλάνηση. Ανήλιαγος ο τόπος. Χειροπιαστό της άγνοιας σκοτάδι. Μονάχα αυτή κι η έλλειψη παιδείας τόσο πυκνό το καταφέρνουν να ‘ναι. Γι’ αυτό στα βάθη αυτά, κανείς και τίποτε δεν υπάρχει να διαφέρει. Όλα είναι όμοια, με την ομοιομορφία του ερέβους. Εδώ οδηγούνται κι οι άνθρωποι σαν κοπάδια, για να σχηματίσουν τον ανθρώπινο πολτό.
Και ο Θησέας, έτοιμος γι’ αυτό, του πολιτισμού ύψωσε μπροστά του αναμμένο τον δαυλό. Και τα σκοτάδια φύγαν τρομαγμένα. Και σαν αυτά υποχωρήσαν, άφησαν ν’ αποκαλυφθούν διάδρομοι καινούργιων ψευτοθεωριών, διασταυρώσεις υποκινούμενων αιρέσεων, διακλαδώσεις νέων ανάξιων αξιών, απολήξεις φτηνών ευφυολογημάτων, αδιέξοδα πομπωδών, αλλά χωρίς ουσία, νεολογισμών. Μα αυτός, ακολουθώντας τις συμβουλές της Αριάδνης, είχε στερεώσει στην είσοδο, πριν ξεκινήσει, την άκρη ενός μίτου. Και έτσι, προχωρώντας, πίσω του ξετύλιγε το κουβάρι αυτό, που ήταν πολλά πράγματα μαζί. Και ήταν ο Θεός, γιατί ήταν η αίσθηση του χρέους κι η ελπίδα. Και ήταν η Πατρίδα, γιατί ήταν το σπίτι του, ο χώρος έκφρασής του. Και ήταν η Γλώσσα, γιατί ήταν η μιλιά του και όλα όσα ήθελε να πει. Κι ήταν η Ιστορία, γιατί ήταν η γνώση ποιος στ’ αλήθεια είναι.

Κι έτσι δεν έχασε τον δρόμο του. Και βάδισε με σιγουριά ώρα πολλή, ώσπου σ’ ένα σημείο ένοιωσε πως βάρυνε ο αέρας. Το δίχως άλλο ζύγωνε το κτήνος. Ήταν η ώρα η κρίσιμη, που πάγωνε η ανάσα και έσφιγγε η ψυχή. Κάτι ακόμη χρειαζόταν  τούτη τη στιγμή, που να ‘ταν παραπάνω απ’ όσα μέχρι τώρα τον είχαν βοηθήσει. Και ήρθε τότε και στάθηκε σιμά του η θεά Αθηνά, η Θεονόη, που είναι , όπως λέει τ’ όνομά της, του Θεού η νόηση. Και στην ψυχή του στάλαξε ο θείος έρως. Κι έγινε ήρως. Και σαν βρέθηκε αντίκρυ με το τέρας το φριχτό, ύψωσε ψηλά, χωρίς να φοβηθεί διόλου, το κοφτερό σπαθί, που ‘ναι το φρόνημά του.

Η μάχη αδυσώπητη. Για μια ζωή ο αγώνας. Από τη μια ο παγκόσμιος όλεθρος, η υποταγή, η ενσωμάτωση στο σκότος. Η βύθιση στον θλιβερό και άμορφο πολτό. Η άκρα σιωπή. Το κλάδεμα κάθε φιλοδοξίας, κάθε προσπάθειας για κάτι διαφορετικό, για κάτι παραπάνω. Από την άλλη, το δικαίωμα για έκφραση και για πολιτισμό. Για την επίκληση Θεού. Για γνώση. Για τον σπινθήρα τούτο μέσα μας, εν τέλει, που μας ωθεί διαρκώς, καθώς λέει ο ποιητής, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.

Και έγειρε η πλάστιγγα προς το φως και νίκησε ο Θησέας. Και σαν επέστρεψε, με την βοήθεια του μίτου, εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει, εμπρός στην Αριάδνη στάθηκε, με ματωμένο το σπαθί και σίδερο στα μάτια. Όχι, δεν πανηγύρισε, καθώς αυτή περίμενε. Και σαν τον ρώτησε με τα μεγάλα μάτια της, απάντηση της έδωσε. Το τέρας, της είπε, έχει νικηθεί και κείται αδύναμο στο χώμα, αλλά δεν πέθανε. Γιατί ο Μινώταυρος αυτός δεν πεθαίνει. Μπορεί βέβαια να πληγωθεί, ακίνητος να μείνει, να φυλακιστεί, μα πάντα καιροφυλακτεί. Από τα λάθη μας παίρνει δύναμη κι απ’ τη δικιά μας τη νωθρότητα, ζωή. Χρειάζεται επαγρύπνηση. Τον μίτο, τον δαυλό και το σπαθί, ποτέ δεν πρέπει να αφήσουμε απ’ τα χέρια μας. Γιατί η νίκη ποτέ δεν είναι οριστική. Κάθε ημέρα που περνά κερδίζεται ο αγώνας. Και κάθε φορά το τέλος της σαν φτάνει, αν είμαστε άξιοι, μας βρίσκει να έχουμε σηκωθεί λίγο ψηλότερα...


(K. Mπούζας: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ, 2008)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου