Στον
μώλο κόντευε να δέσει το καράβι,
οι
μηχανές του τώρα πια σβηστές,
σαν
φάντασμα γλυστρούσε στο σκοτάδι,
με
τα αμπάρια του γεμάτα από ψυχές.
Τους είχανε
μαζέψει σαν κοπάδι
από
της φτώχειας και της πείνας τις ακτές,
τους
σέρναν το φριχτό εκείνο βράδυ
σαν
σκλάβους με βρισιές και προσταγές.
Χέρια φτηνά
για την δουλειά όπου πρέπει
κι
όπου χρειάζεται η σάρκα στο σφυρί
και
υπηρέτες όπως λεν οι καθωσπρέπει,
οι
δούλοι όπως τους λέγαν μια εποχή.
Με νύχια και
με δόντια θα παλέψουν
να
φτιάξουν μια καλύτερη ζωή,
ενώ
οι αφέντες θάχουν να μαζέψουν,
μια
επόμενη καλή συγκομιδή.
Χιλιάδες
μάτια που δακρύζουν κάθε μέρα.
Αυτιά
κλειστά από τρόμο για να μην ακούν.
Κραυγές
μετέωρες που σκίζουν τον αέρα.
Κι
ο πόνος που θα υπάρχει όσο ζουν.
(Κώστας Μπούζας: 2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου